Από τον ALi Mathloum
Στις 27 Νοεμβρίου έρχεται στο Netflix η νέα ταινία του Martin Scorsese, The Irishman (Ο Ιρλανδός) με τους Robert De Niro, Al Pacino, Joe Pesci και Anna Paquin. Ωστόσο την Πέμπτη υπήρχε δημοσιογραφική προβολή για την επερχόμενη έξοδο της ταινίας για επιλεγμένες θεάσεις στον κινηματογράφο και έχουμε μια πρώτη άποψη για το τρίωρο (και βάλε) αυτό έργο.
The Irishman (2019) Κριτική ταινίας
Πριν από λίγο καιρό ο Martin Scorsese πυροδότησε αντιδράσεις με τις γνωστές πλέον δηλώσεις του που λίγο πολύ είχαν ως ρεζουμέ πως η Marvel «δεν είναι σινεμά». Είναι όμως ο δικός του Ίρλανδός σινεμά; Ε, Προφανώς! Και μάλιστα από εκείνο που μας είχε λείψει, για πολλούς από εμάς σε μεγάλο βαθμό.
Ο Ιρλανδός, στα 209 λεπτά του, δεν είναι μόνο η μεγαλύτερη σε διάρκεια ταινία στην μυθική καριέρα του Μάρτιν Σκορσέζε αλλά και η μεγαλύτερη στο mainstream cinema τα τελευταία…είκοσι χρόνια!
Ο ιταλικής καταγωγής σκηνοθέτης χωρίς να έχει πλέον απολύτως τίποτα να αποδείξει, έπαιξε με τους δικούς του κανόνες και έκανε το σινεμά που ήθελε. Κόντρα σε όλους και όλα, καθώς πρωτού το Νetflix του εμπιστευτεί ένα budget γύρω στα 160 εκατομμύρια, ο Σκορσέζε έφαγε «άκυρα» από όλο το Χόλιγουντ.
Ναι, συνέβη και αυτό στην γενικότερη κατιούσα που παίρνει το αμερικανικό σινεμά. Καθώς όπως δήλωνε, κανένα στούντιο δεν έδειχνε διάθεση για άλλη μια γκανγκστερική ταινία με εκείνον και τον Robert De Niro. Θεωρούσαν μάλλον το είδος και την ιδέα πλέον «ξεπερασμένη»…
Το κυριότερο ερώτημα είναι εάν εν έτει 2019 έχει ο κόσμος και ο κινηματογράφος ανάγκη από ακόμη ένα γκανγκστερικό έπος. Η απάντηση και εδώ είναι ένα μεγαλοπρεπές μάλιστα ΝΑΙ. Το οποίο ήρθε εμφατικά και «in your face» στα Χολιγουντιανά στούντιο από τους μεγαλύτερους κριτικών κινηματογράφου που έσπευσαν να αποθεώσουν την ταινία.
Για να παίξει όμως με τους δικούς του κανόνες και να κάνει αυτό που θέλει ο coach Marty χρειαζόταν και τους κατάλληλους «παίκτες». Οι οποίοι θα γνώριζαν την φιλοσοφία του και θα μπορούσε να τους αφήσει ελεύθερους να μαγέψουν τα πλήθη όπως μόνο εκείνοι ξέρουν.
Δε θα μπορούσε να απευθυνθεί αλλού. Με την βοήθεια της τεχνολογίας και των ειδικών εφέ που χρειάστηκαν για να φαίνονται σε μεγάλο μέρος της ταινίας 30 και 40 χρόνια νεότεροι, μάζεψε την παλιοπαρέα από τα παλιά που έχει το know how και είναι οι απόλυτοι θρύλοι των μαφιόζικων ταινιών.
Ο Robert De Niro συνεργάζεται για ένατη φορά μετά το «Casino» του 1995 μαζί του και φυσικά δε θα μπορούσε να λείπει και ο απόλυτος συμπρωταγωνιστής του, η τυπάρα που λέγεται Joe Pesci.
Ο οποίος θα έβγαινε από την ναφθαλίνη, καθώς αποσυρμένος εδώ και σχεδόν 10 χρόνια, μόνο για χάρη αυτών των δύο. Στην έβδομη, συνολικά συνεργασία των De Niro/Pesci και στην τέταρτη με τον Σκορσέζε στην καθοδήγηση. Η συνταγή δοκιμασμένη, πετυχημένη και άκρως θρυλική. Τι έλειπε για να απογειωθεί; Μα φυσικά ο έτερος γίγαντας των mob movies, ο απόλυτος , ο «νονός» Al Pacino που με μια ζώη καθυστέρηση, επιτέλους παίζει για τον Σκορσέζε.
Βάζεις στο ήδη αυτό χορταστικό μείγμα και τον Harvey Keitel, το μισό καστ του Boardwalk Empire, ένα πέρασμα του Steve Van Zandt από τους Sopranos και διάφορες φάτσες που γεννήθηκαν για να παίζουν σε τέτοιες ταινίες και το έχεις έτοιμο. Ένα, αναλογικά πάντα και με χαοτική διαφορά ποιότητας, Avengers των μαφιόζων. Ένα Εxpendables των gangster epics.
Διότι ότι ήταν αυτές οι δύο ταινίες για τους λάτρεις των comic και των ταινιών δράσης αντίστοιχα, είναι ο «Ιρλανδός» για όλους εμάς που μεγαλώσαμε και λατρέψαμε τα Goofellas & Casino. Που ωριμάσαμε σε κάθε επίπεδο βλέποντας όλα τα Godfather, που γαλουχηθήκαμε στην φιλοσοφία της «Ομερτά» μέσων των Donnie Brasco & Road To Perdition. Που υποκλιθήκαμε με δέος στο storytelling του «Κάποτε Στην Αμερική» και πήραμε μαθήματα σκηνοθεσίας από το «Οργισμένο Είδωλο». Που δακρύσαμε στο «A Bronx Tale» και το «Carlito’s Way», που έχουμε αφίσα το «Αmerican Gangster» και τον Tony Montana και που ήρθαμε σε οργασμό στον «Πληροφοριοδότη».
Όλες αυτές και άλλες τόσες λεγόμενες ως μαφιόζικες ταινίες, στάθηκαν ως τα δικά μας κινηματογραφικά δισκοπότηρα, επιτρέψτε σε όλους εμάς αυτή η ταινία να είναι λίγο περισσότερο σημαντική και σπουδαία και να απολαύσουμε που βρίσκεται στην επικαιρότητα ξανά η Κόζα Νόστρα.
The Irishman | ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΚΟΜΑ ΕΝΑ GANGSTER MOVIE
Όπως στην πλειονότητα των προαναφερθέντων και συνολικά αυτού του είδους ταινιών, οι ιστορίες και τα σενάρια βασίζονται άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο σε πραγματικές ιστορίες, σε ζωές υπαρκτών μαφιόζων και βαρόνων που στο πλαίσιο της ιστορίας του οργανωμένου εγκλήματος στις ΗΠΑ τους λες και «θρύλους».
Έτσι και ο «Ιρλανδός», η ταινία εξιστορεί χρονικά από την ζωή του Frank Sheeran (Robert De Niro). O οποίος υπήρξε ένας από τους πιο στυγνούς και μυθικούς εκτελεστές της ιταλικής μαφίας των ’50s και ’60s. Σε κλασικό Σκορσεζικό στυλ με αφήγηση από τον πρωταγωνιστή, όπως στο Goodfellas για παράδειγμα, η ταινία πας πηγαίνει ένα ολοκληρωμένο ταξίδι από την εισχώρηση του Φρανκ στον υπόκοσμο ως πιόνι του αρχιμαφιόζου Ράσελ Μπαφαλίνο (Joe Pesci) μέχρι την άνοδο του ως κανονικού γκάνγκστερ ώσπου κατάφερε να γίνει το πουλέν του αμφιλεγόμενου εργατοπατέρα Jimmy Hoffa (Al Pacino).
Ο οποίος υπήρξε ο Έλβις Πρίσλει και ο ήρωας της εργατικής τάξης καταφέρνοντας να ισορροπεί μεταξύ του να συνεργάζεται με την μαφία, να κινεί πολιτικά νήματα και να υποστηρίζει τα συμφέροντα του συνδικάτου των φορτηγατζήδων που ήταν πρόεδρος. Λίγο πολύ, ο Hoffa ανέβαζε και έριχνε κυβερνήσεις με την δυναμική του ως ισχυρός συνδικαλιστής και ηγέτης των εργαζομένων.
Η ζωή του Frank Sheeran μπορούμε να πούμε πως… άλλαξε την ιστορία. Στο φόντο των γεγονότων της ζωής του ο Σκορσέζε παραδίδει μαθήματα αμερικανικής ιστορίας και του πώς ελεγχόταν το παρασκήνιο από την μαφία. Η άνοδος στην προεδρία του John F. Kennedy, η δολοφονία του, η απειλή του Φιντέλ Κάστρο, ο ψυχρός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης, τα παιχνίδια της CIA, η εμπλοκή του FBI· όλα αυτά παίζουν λίγο ή πολύ. Γενικότερα το φιλμ στέκεται ως ένα δοκίμιο πάνω στην πολιτική, το οργανωμένο έγκλημα και το παρασκήνιο εκείνων των εποχών στις ΗΠΑ.
Ο Σκορσεζέ παίρνει θέση σε ιστορικά ζητήματα που επισήμως θεωρούνται ακόμη ως αμφιλεγόμενα όπως η δολοφονία του Κένεντι, η εξαφάνιση του Hoffa και ο ρόλος της μαφίας στην ανέγερση της Αμερικής ως πολιτική δύναμη παγκοσμίως.
Μέσα από, φαινομενικά, ακόμη ένα κλασικό mob story για τον κόσμο της μαφίας η ταινία συσχετίζεται έντονα με την πραγματική σύγχρονη ιστορία της Αμερικής και διαπραγματεύεται από ενδοσκοπική μάτια τα παιχνίδια εξουσίας που καθορίζουν τις ζωές όλων μας.
Για αυτούς τους λόγους θεωρώ κομβικής σημασία στην καλύτερη κατανόηση αλλά και απόλαυση της ταινίας, ο θεατής να πάει να την δει έχοντας κάνει ένα μικρό homework. Όσο και αν σου παρουσιάζει γλαφυρά και με ακρίβεια την σημασία των χαρακτήρων ο Σκορσέζε, καλό είναι να γνωρίζεις κάποια πράγματα για τον Jimmy Hoffa, για τον Kennedy και τους πραγματικούς μαφιόζους που πρωταγωνιστούν στο story.
ΤΗΝ ΔΙΑΦΟΡΑ ΚΑΝΟΥΝ Ο ΑΥΤΟΣΑΡΚΑΣΜΟΣ, ΟΙ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΚΑΙ Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ
Το χιούμορ είχε πάντοτε την τιμητική του σε όλες σχεδόν τις ταινίες του Σκορσέζε. Μπορεί να θεωρηθεί ως ένας από τους κορυφαίος κωμικούς σκηνοθέτες χωρίς φυσικά καν να εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία, διότι ποτέ δεν ήταν το ευθύ χιούμορ που θα αλλοίωνε το ύφος των ταινιών του. Άλλοτε το έβρισκες σε υποβόσκουσα μορφή, άλλες φορές τις περισσότερες, σε μορφή ειρωνείας και κάποιες όπως εδώ, με deadpan humor μπολιασμένο με αυτοσαρκασμό που χώνεται σαν ένεση ανακούφισης σε κατά τα άλλα τραγικά ή πλέον σοβαρά σκηνικά.
Στον «Ιρλανδό», ο Σκορσέζε είναι χαλαρός, κάνει το παιχνίδι του απελευθερωμένος και δημιουργεί με μια εμπειρία ζωής στην πλάτη του. Η οποία τον βοηθάει να βρίσκει τα sweet spots για να μας χαρίσει στιγμές που μοιάζουν κωμικά σκετσάκια και κάνουν τον θεατή αφού λυθεί στα γέλια, να συνειδητοποιήσει πως ούτε ο ίδιος ο σκηνοθέτης δεν παίρνει στον απόλυτο βαθμό με pretentious σοβαροφάνεια το έργο του και δε ξεχνάει πως ο πρώτος στόχος είναι η ψυχαγωγία.
Οι κωμικές στιγμές στον «Ιρλανδό» αποζημιώνουν και τον πιο απαιτητικό ή αδιάφορο θεατή και βάζουν κάτω, ό,τι έχει βγει σε αμερικανική κωμωδία εδώ και τουλάχιστον δέκα χρόνια. Ο Σκορσέζε αυτοσαρκάζεται δέοντος, με τον ίδιο του τον εαυτό και με αυτό το είδος ταινιών που υπηρέτησε τόσες φορές.
Οι δύο πρωταγωνιστές και τιτάνες της υποκριτικής, ομολογουμένως μας έχουν απογοητεύσει με τις επιλογές τους και τους ρόλους τους εδώ και τουλάχιστον είκοσι χρόνια, με ελάχιστες εκλάμψεις του De Niro και λίγο περισσότερες του Αl Pacino.
Ο πρώτος παραδίδει την καλύτερη ερμηνεία του εδώ και δεκαετίες, χωρίς υπερβολές στο παίξιμο του χωρίς τις μανιέρες που μας έχει συνηθίσει τελευταία· ένα ρεσιτάλ που λάμπει αθόρυβα στις σιωπηλές στιγμές, στα βλέμματα και στη γλώσσα του σώματος. Ο Joe Pesci δεν έχει καμία απολύτως σχέση με ο,τι ξέραμε για εκείνον στους ρόλους που έκανε ως μαφιόζος στα Goodfellas & Casino· μοιάζει με σοφότερη και ωριμότερη εκδοχή εκείνων των εμβληματικών χαρακτήρων.
Την παράσταση όμως κλέβει, ως συνήθως, ο τιτάνας της υποκριτικής, ο απόλυτος στο να παίζει μεγάλους ρόλους, ο άνθρωπος που εμφανίζεται μετά από μια ώρα στην ταινία και την παίρνει στους ώμους του. Κάνοντας μας να ανασηκωθούμε και να πούμε πως «τώρα ξεκινάει». Ο λόγος φυσικά για τον Αl Pacino που επιστρέφει με μια πομπώδη ερμηνεία που θυμίζει τον παλιό καλό Αλ των 90s. Με πολλές δόσεις κωμικού στοιχείου, με την λατρεμένη σε στιγμές υπερβολική του αντίδραση, με το νεύρο που είχε κάποτε ξανά ζωντανό, με τα αθάνατα «Pacino eyes» μας παρουσιάζει στο πέρασμα του από την ταινία όλα τα στοιχεία που διαχρονικά αγαπήσαμε σε εκείνον.
ΡΙΧΝΕΙ ΤΗΝ ΑΥΛΑΙΑ ΚΑΙ ΕΧΕΙ ΓΡΑΨΕΙ ΗΔΗ ΙΣΤΟΡΙΑ.
Το να συγκρίνεις την ταινία αυτή με τα πάλαι ποτέ αριστουργήματα του Σκορσέζε, είναι ανούσιο και άδικο. Δεν πιάνει ταχύτητες και το νεύρο των Καλών Παιδιών, ούτε τις ερμηνείες από το Οργισμένο Είδωλο. Αυτά όμως δεν σημαίνουν κάτι ιδιαίτερο και οι συγκρίσεις ή η προσμονή για κάτι ανάλογο είναι εκτός λογικής.
Όταν πας να δεις το κλασικό ποδοσφαιρικό φιλικό «Φίλοι Ζιντάν εναντίον Φίλοι Ρονάλντο», ξέρεις πως δε θα δεις το φαινόμενο με το 9 στην πλάτη να κάνει τις κούρσες που έκανε επί Μπαρτσελόνα, ούτε τον Ζιντάν να οργώνει το γήπεδο όπως στο Μουντιάλ του ’98. Έτσι και εδώ με τους βετεράνους του μαφιόζικου κινηματογράφου, ξέρεις ότι δεν θα δεις το βλέμμα του Ντε Νίρο να γυαλίζει, όπως στην σκηνή με την υπόκρουση του «Sunshine Of Your Love» στο Goodfellas, ούτε θα δεις τον Πατσίνο αφηνιασμένο λέοντα όπως στο Scarface.
Είναι κάτι διαφορετικό, είναι μια σύνοψη, μια ολοκλήρωση και ναι, το τέλος μιας εποχής. Χωρίς να παύει να είναι ένα αυτόνομα σπουδαίο κινηματογραφικό επίτευγμα, η σημασία του Ιρλανδού ως η αυλαία μιας εποχής και μιας ολόκληρης σχολής, είναι πιο σημαντική.
Οι τρεισήμισι ώρες για έναν μέσο θεατή ακούγονται Οδύσσεια, για μαφιοζολάτρεις ακούγονται μελωδικά και σαν μια αγκαλιά που μας έλειπε. Σε όποια κατηγορία και αν ανήκεις, πίστεψε με, περνάνε νεράκι. Είναι έτσι η γραμμική της αφήγησης του σεναρίου, που μοιάζει ανθολόγιο και δεν κάνει τις τρεισήμισι αυτές ώρες μια ευθεία γραμμή, που πιθανόν θα κούραζε. Στο τελευταίο τρίτο ο ρυθμός πέφτει, τα πράγματα σκόπιμα γίνονται πένθιμα και ο Σκόρσεζε παραδίδεται στο τελευταίο farewell, όπως έτσι έπρεπε να γίνει.
Ένας γλυκόπικρος κινηματογραφικός επίλογος που μοιάζει με ανασκόπηση μιας ζωής, και σεναριακά αλλά και για τον ίδιο τον Σκορσέζε. Κάτι που μας χρωστούσαν όλοι αυτοί, για μια τελευταία φορά, ένα τελευταίο «χτύπημα». Ο Ιρλανδός έρχεται επάξια και αντάξια να σταθεί ως ένα μοντέρνο αριστούργημα βγαλμένο από τα παλιά. Είναι το κερασάκι στην τούρτα των ταινιών αυτών, από τη οποία τούρτα κάθε κομμάτι της θα μείνει ως διαχρονικό και θα συνεχίζει να συγκλονίζει και τις γενεές που έρχονται.
Ο Σκορσέζε (μαζί με τον Κόπολα και μόνο) ήταν ο καταλληλότερος μαέστρος για να κρατήσει την μπαγκέτα και αυτοί οι ηθοποιοί οι απαραίτητοι για να δώσουν ζωή στην τελευταία μεγαλειώδης πράξη στο έργο που λέγεται γκανγκστερικό σινεμά.
Κύριες και κύριοι, η αυλαία έπεσε, οι μαφιόζοι που αγαπήσαμε αποσύρονται και ο Σκορσέζε σας παραδίδει ευλαβικά το κύκνειο άσμα που του αξίζει να έχει.
via schoolofrock.gr