Ο δρόμος του πιτσιρικά από το Ουισκόνσιν.
Έχει υποδυθεί τον Ιησού Χριστό αλλά και τον Ιάπωνα θεό του θανάτου. Έναν κρατούμενο του Άουσβιτς και έναν αξιωματικό των Ες-Ες. Έναν αδέκαστο ομοσπονδιακό πράκτορα και έναν κοινωνιοπαθή με σάπια δόντια και μουστάκι. Ένα βαμπίρ, έναν ιερέα, ακόμα και μια καλόγρια σε πειραματική θεατρική σκηνή. Ένα Λονδρέζο τραπεζίτη και ένα διευθυντή μοτέλ στη Φλόριντα. Τον T. S. Eliot και τον Green Goblin. Ο Willem Dafoe, από τους πιο διακεκριμένους ηθοποιούς της γενιάς του ή οποιασδήποτε γενιάς, είναι επίσης ένας από τους πιο ευμετάβλητους και ευέλικτους ηθοποιούς στην ιστορία του κινηματογράφου.
Μέσα σε λίγους μήνες, τον είδαμε να μεταμορφώνεται από τον επιστήμονα Nuidis Vulko στο Aquaman της DC, στον Vincent van Gogh στο Στην πύλη της αιωνιότητας του Julian Schnabel, που αποτελεί την 99η ταινία της έως τώρα καριέρας του και για την ερμηνεία του κέρδισε υποψηφιότητα για Όσκαρ Α’ Αντρικού Ρόλου. “Πρέπει να το παραδεχτώ”, εξομολογείται ο 63χρονος πάνω από ένα πιάτο με αβγά ποσέ και φρυγανισμένο ψωμί στο ιταλικό εστιατόριο Morandi στο Γουέστ Βίλατζ του Μανχάταν, “είναι φορές που κοιτάζω πίσω τη ζωή μου και σκέφτομαι: “Μα πώς κατέληξα εδώ;””.
O μακρύς δρόμος για την επιτυχία
Γεννημένος στο Άπλετον του Ουισκόνσιν στις 22 Ιουλίου του 1955, ο Dafoe εγκατέλειψε το 1977 τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν-Μιλγουόκι και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη –το έτος της συσκότισης, των δολοφονιών του “Son of Sam” (David Berkowitz) και των εμπρησμών στο Μπρονξ–, όπου έγινε μέλος της πρωτοποριακής θεατρικής κολεκτίβας Wooster Group. Μαζί με τους καλλιτέχνες που συγκεντρώνονταν στον πολυχώρο Kitchen και στα κατατρεγμένα clubs Max’s Kansas City και CBGB συνέβαλαν στη διαμόρφωση και την ανάπτυξη μιας πολιτιστικής κουλτούρας και ενός καλλιτεχνικού κινήματος που ασκούσε επιρροή ανάλογη του fin de siècle στο Παρίσι ή του Weimar Berlin στο Βερολίνο.
Το 1980 η Kathryn Bigelow έδωσε στον πρωτάρη Dafoe το ρόλο του αρχηγού μιας συμμορίας παράνομων μοτοσικλετιστών στην παρθενική της ταινία The Loveless και γρήγορα ακολούθησε μια σειρά από ρόλους που τον έκαναν διάσημο: ο Άνθρωπος από το Λος Άντζελες του William Friedkin, το Platoon του Oliver Stone, ο Μισισιπής καίγεται του Alan Parker και η Ατίθαση καρδιά του David Lynch. Καθώς συνέχιζε να συνεργάζεται με πρωτοποριακούς για την εποχή τους δημιουργούς, όπως ο σκηνοθέτης Abel Ferrara και ο σεναριογράφος Paul Schrader, ο Dafoe έχει αγαπηθεί από μερικούς από τους πιο καινοτόμους και διαφορετικούς κινηματογραφιστές του 21ου αιώνα, από τον Wes Anderson μέχρι τον Lars von Trier και τον Sean Baker. Έχει προταθεί για Όσκαρ Β’ Αντρικού Ρόλου τρεις φορές: το 1986 για το Platoon, το 2000 για το Στη σκιά του βρικόλακα και το 2017 για το The Florida Project.
Για τον Dafoe το Morandi ως τόπος συνάντησης είναι τόσο βολικός όσο και συναισθηματικός. Ο ιδιοκτήτης Keith McNally ήταν κάποτε ο ιδιοκτήτης του Lucky Strike, ενός downtown μπιστρό στο κέντρο της πόλης που βρισκόταν κοντά στο Wooster Group Performing Garage της κολεκτίβας Wooster Group, στην οποία συμμετείχε. “Νιώθαμε το Lucky Strike σαν το σπίτι μας” τονίζει. Παρά την υγρασία που χτυπά κόκκινο και τη ζέστη που έχει μες στην κουζίνα του McNally, ο Dafoe είναι άνετος φορώντας ένα T-shirt και ένα ανοιχτό μπλε cardigan, απολαμβάνοντας ένα δροσερό πράσινο χυμό.
“Είμαι σαν το αγόρι της διπλανής πόρτας” είχε δηλώσει κάποτε για τον εαυτό του. “Στην περίπτωση πάντα που ζεις σε μαυσωλείο”. Μπορεί στην οθόνη να εμφανίζεται σχεδόν πάντα απειλητικός, εκτός αυτής όμως είναι φιλικός, ευγενής και απρόσμενα γοητευτικός. Το να κάθεσαι απέναντί του ένα ηλιόλουστο πρωινό του Ιουνίου είναι σαν να βρίσκεσαι σε μια στοιχειωμένη κατοικία τη νύχτα και να ξυπνάς ξαφνικά το πρωί και να διαπιστώνεις την κομψή αρχιτεκτονική της. Ο τρόπος που κινείται και περπατά θυμίζει χορευτή. Απόρροια της 25χρονης ενασχόλησής του με την Ashtanga γιόγκα και των απαιτητικών σωματικών ρόλων του. Καθώς η συνομιλία μας προχωρά, το πρόσωπό του μαλακώνει. Μου φαίνεται ένα συνηθισμένο πρόσωπο. Μέχρι που ξαφνικά γουρλώνει τα μάτια, βάζει μέσα τα ζυγωματικά και με κοιτά με αυτό το χαρακτηριστικό σαρδόνιο χαμόγελό του.
Πριν από 13 χρόνια, ενώ κινηματογραφούσε τις Υδάτινες ιστορίες στην Ιταλία, ο Dafoe συνάντησε την Ιταλίδα σκηνοθέτιδα Giada Colagrande, την οποία παντρεύτηκε λίγο αργότερα. Σήμερα ζει το μισό χρόνο στη Ρώμη. “Η καρδιά μου ανήκει και στα δύο μέρη” αναφέρει. “Η Ιταλία εξακολουθεί να έχει πολύ ισχυρές παραδόσεις, κάτι που είναι ευλογία και κατάρα μαζί. Στη Νέα Υόρκη, πάλι, υπάρχει η παράδοση ότι δεν υπάρχει παράδοση, εκτός από το χρήμα. Αγαπώ αυτή την πόλη, αλλά μόνο επειδή είναι ένας τόπος συνάντησης διαφορετικών πολιτισμών. Έχει αλλάξει τόσο πολύ μέσα στα χρόνια. Για μένα όμως θα είναι πάντα μια πόλη με αναμνήσεις και φαντάσματα”.
“Συνηθίζαμε να λέμε ένα αστείο όταν ήμασταν παιδιά” θυμάται ο Dafoe. “Ξέρεις ποια ήταν η μεγαλύτερη απόδραση του Houdini;” Να φύγει από την πατρίδα του, το Άπλετον του Ουισκόνσιν. Ο Dafoe, το πραγματικό όνομα του οποίου είναι William, είναι το έβδομο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας, που γεννήθηκε το 1955. Ο πατέρας του, William Dafoe, ήταν γιατρός και η μητέρα του, Muriel, νοσοκόμα. “Πάντα αισθανόμουν ότι ο πρώτος μου αδελφός έφαγε τη σφαίρα για μένα επειδή έγινε γιατρός. Επίσης, σχεδόν όλες οι αδελφές μου έγιναν νοσηλεύτριες, οπότε μπορούσα πιο εύκολα να πω ότι θα ακολουθήσω διαφορετικό δρόμο” εξηγεί ο Dafoe, που υιοθέτησε το ψευδώνυμο Willem όταν ήταν έφηβος για να μην τον μπερδεύουν με τον πατέρα του.
Οι γονείς του ήταν σπάνια στο σπίτι, στο οποίο “επικρατούσε το απόλυτο χάος” υπογραμμίζει. “Βασικά, οι αδελφές μου με μεγάλωσαν. Ποτέ δεν τρώγαμε όλοι μαζί ως οικογένεια, εκτός ίσως από τις Κυριακές. Η μητέρα μου μαγείρευε μια μεγάλη ποσότητα φαγητού, την έβαζε στο ψυγείο και, όποτε πεινούσαμε, κόβαμε ένα κομμάτι για να χορτάσουμε την πείνα μας”. Όταν πήρε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον Τελευταίο πειρασμό του Martin Scorsese το 1988, που πυροδότησε την άγρια αντίδραση της θρησκευτικής κοινότητας παγκοσμίως, οι γονείς του είχαν ασπαστεί τον ευαγγελικό χριστιανισμό (“Δεν πιστεύω ότι [ο γιος μας] θα μπορούσε να κάνει οτιδήποτε βλάσφημο” είχε δηλώσει η μητέρα του στο Orlando Sentinel για ένα άρθρο με θέμα τη διαμάχη που είχε προκύψει).
Παρ’ όλ’ αυτά, ο Dafoe δηλώνει ότι οι γονείς του δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα θρησκευόμενοι. “Πηγαίναμε στην εκκλησία ως οικογένεια –από τα λίγα πράγματα που κάναμε όλοι μαζί–, αλλά ήταν περισσότερο μια κοινωνική υποχρέωση παρά πίστη”. Η προτεσταντική ηθική όμως ήταν ισχυρή. “Ο πατέρας μου συνήθιζε να λέει: “Πρέπει να δουλεύετε! Πρέπει να δουλεύετε!”. Τα αναψυκτικά απαγορεύονταν στο σπίτι μας, όπως και το αλκοόλ και ο καφές. Δεν έπιναν καφέ, μπορείς να το φανταστείς; Μια στο τόσο το έριχναν έξω και έπιναν δυο γουλιές και εμείς τρέχαμε στο νεροχύτη για να γλείψουμε ό,τι είχε απομείνει από τον καφέ με τη ζάχαρη και το αφρόγαλα. Ήταν σαν ηρωίνη!”.
“Όταν ο πατέρας μου επέστρεφε στο σπίτι και υπήρχε πρόβλημα με έναν από εμάς, μας φώναζε στο γραφείο του” θυμάται ο Dafoe. “Ένα από τα λίγα πράγματα που είχε αξία στο δωμάτιο ήταν μια φλαμανδική ελαιογραφία που είχε τον τίτλο ‘Η ευτυχισμένη οικογένεια’. Μας έβαζε μπροστά στον πίνακα, έβγαζε τη ζώνη του και έλεγε: “Έχετε μια σημαντική απόφαση να πάρετε: ή θα γίνετε μέλος της ευτυχισμένης οικογένειας ή θα πάρετε αυτό και έδειχνε τη δερμάτινη ζώνη”. Κι εμείς πάντα διαλέγαμε το πρώτο”.
Ο πατέρας του πέθανε σε ηλικία 97 ετών το 2014, δύο χρόνια μετά το χαμό της μητέρας του, Muriel. “Τον κοιτούσα στο νεκροκρέβατό του και έκανα αστεία τύπου “Δε θα είσαι για πολύ ακόμα μαζί μας” και τον ρωτούσα να πει σοφίες για τη ζωή “Τι είναι ζωή;”, “Ποια τα συμπεράσματά του;”. Έπαιρνα μια ανάσα και μου απαντούσα: “Λοιπόν, Will, η ζωή είναι μια δοκιμασία”” (πορτρέτο του πατέρα του Dafoe ως οικονομικού στελέχους, ζωγραφισμένο για την ταινία του 2014 Ο Νο 1 καταζητούμενος, κρέμεται στο σπίτι του).
Τα επτά αδέρφια του Dafoe σπούδασαν στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν. Το 1970 ομάδα ακτιβιστών βομβάρδισαν το Στρατιωτικό Κέντρο Μαθηματικών Ερευνών σκοτώνοντας έναν 33χρονο φυσικό. “Πήγαινα περπατώντας στη Μάντισον όταν ήμουν έφηβος για να τους επισκεφθώ. Κοιμόμουν στους καναπέδες τους, έτρωγα το φαγητό τους και άκουγα τις μουσικές που μου έβαζε η αδελφή μου Dee Dee”. Ήταν εκείνη που τον πήγε να δει θέατρο και τον ενέπνευσε να ασχοληθεί με την υποκριτική. “Με έκανε να σκεφτώ ότι θα μπορούσα κι εγώ να το κάνω αυτό”. Μια προηγούμενη επιρροή ήταν ο Sterling Holloway, γνωστός ως η φωνή του Winnie the Pooh, που κρατούσε συντροφιά στον Dafoe όταν ήταν παιδί.
Το 1973 ο Dafoe γράφτηκε ως φοιτητής θεατρικού δράματος στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν-Μιλγουόκι και έπειτα έφυγε στη μέση του δεύτερου έτους για να συμμετάσχει σε μια ομάδα που ονομαζόταν Theatre Χ. Μάλιστα, στο YouTube υπάρχει βίντεο από την παράσταση Civil Commitment Hearings του 1975 που δείχνει τον 20χρονο Dafoe να διαβάζει μια κατάθεση από μαγνητοφωνημένη μαρτυρία του ειρηνοδικείου.
“Οι γονείς μου μου έλεγαν: “Όταν ξέρεις τι πραγματικά θέλεις να κάνεις, θα σε βοηθήσουμε”” αναφέρει ο Dafoe. “Έστειλαν όλα μου τα αδέλφια για προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές, αλλά μ’ εμένα δεν ασχολούνταν –νόμιζαν ότι έκανα την πλάκα μου– και δεν είχα κανένα πρόβλημα μ’ αυτό”. Εργάστηκε part time σε βιβλιοδετείο και σερβιτόρος σε εστιατόριο. “Ήξερα ότι, αν πραγματικά χρειαζόμουν χρήματα, οι γονείς μου θα ήταν ένα τηλεφώνημα μακριά, αλλά κάπως απολάμβανα το ρομαντισμό του να επιβιώνω μόνος μου”.
Κατά την περιοδεία του με το Theatre Χ στο Άμστερνταμ ο Dafoe συναντήθηκε με τον Richard Schechner, τον ιδρυτή του πειραματικού θεάτρου Performance Group, ο οποίος τον προσκάλεσε να πάει μαζί του στη Νέα Υόρκη. Και το έκανε. Βρήκε ένα διαμέρισμα στην ανατολική πλευρά της πόλης. Το ενοίκιο ήταν 225 δολάρια το μήνα, ποσό που μοιραζόταν με συγκάτοικο. “Σκοπός μου τότε ήταν να κάνω καριέρα στο εμπορικό θέατρο” δηλώνει. “Γρήγορα όμως τα σχέδιά μου ανατράπηκαν χάρη σε όλες αυτές τις εναλλακτικές παραστάσεις που έβλεπα στις σοφίτες κτιρίων στο κέντρο της πόλης. Ένιωσα μια απίστευτη ενέργεια”. Ξεκίνησε να εργάζεται ως μηχανικός σκηνής στην Performance Group (“Ήμουν φοβερός μαραγκός”). Λίγο καιρό μετά έγινε μέλος της Wooster Group, της ανανεωμένης ομάδας της Performance Group υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση της προστατευόμενης του Schechner, Elizabeth LeCompte.
“Για να καταλάβεις ποιος πραγματικά είναι ο Willem, πρέπει να καταλάβεις το ενδιαφέρον του για το πειραματικό θέατρο” τονίζει ο Paul Schrader, που του έδωσε το ρόλο του εμπόρου ναρκωτικών στην ταινία Νυχτερινές επισκέψεις του 1992, την πρώτη από τις έξι συνολικά κινηματογραφικές συνεργασίες τους. “Το θέατρο κατέχει μεγάλο μερίδιο από την πίτα της υποκριτικής καριέρας του, μεγαλύτερο και από τον κινηματογράφο”. Ρωτάω για τον αντίκτυπο που είχε στη δουλειά του στη μεγάλη οθόνη και ο Schrader μου απαντά χωρίς να σκεφτεί ιδιαίτερα: “Τον καθιστά περισσότερο χαμαιλέοντα ως ηθοποιό. Η θεατρική σκηνή τον έβγαλε από τη βολή του και τον βοήθησε να μη φοβάται να εκτεθεί όχι μόνο υποκριτικά, αλλά και προσωπικά. Ο Willem είναι ατρόμητος”.
Ο Wes Anderson, που έχει συνεργαστεί με τον Dafoe τρεις φορές, με πιο πρόσφατη ταινία το Ξενοδοχείο Grand Budapest, σημειώνει: “Είναι καλλιτέχνης, δεν είναι απλά ένας ηθοποιός. Τον είδα να χορεύει με τον Baryshnikov στο Théâtre de la Ville, αλλά και να παραδίδει στο κοινό μια καθηλωτική ερμηνεία –ήταν σαν ένα κινούμενο γλυπτό– στην παράσταση Idiot Savant του Richard Foreman στο Public Theater στη Νέα Υόρκη. Ανέκαθεν μου άρεσε να δουλεύω με τον Willem γιατί διαθέτει όλα τα εργαλεία, τις δεξιότητες, την εμπειρία και τη διαύγεια που έχει ανάγκη ένας σκηνοθέτης από τον ηθοποιό του. Εμπνέει εμπιστοσύνη και είναι ικανός για τα πάντα”. Ο Anderson τον αποκαλεί “έναν από τους πιο αγαπημένους μου ηθοποιούς”.
Λίγο μετά την ένταξή του στη Wooster Group ο Dafoe έγινε ζευγάρι με τη LeCompte. Η σχέση τους την οδήγησε να χωρίσει με τον Spalding Gray, μέλος της ομάδας. “Ήταν περίπλοκο γιατί δουλεύαμε όλοι μαζί” εξομολογείται ο Dafoe. “Στην πραγματικότητα, οι τρεις μας ζούσαμε στην ίδια σοφίτα, την οποία χωρίσαμε στα δύο”. (Ο Dafoe και η LeCompte ήταν μαζί για 27 χρόνια. Έχουν ένα γιο, τον Jack, που είναι σήμερα 36 χρονών, εργάζεται ως δικαστικός υπάλληλος και έχει ένα γιο, τον ενάμισι έτους Tom.) Ο ίδιος θυμάται ότι ο Gray κρατούσε ημερολόγιο, στις σελίδες του οποίου εξέφραζε το φθόνο του για την πρώιμη επιτυχία στο Χόλιγουντ του συγκατοίκου και του άντρα που του έκλεψε τη γυναίκα.
Αργότερα έγινε διάσημος ως σόλο καλλιτέχνης μέσα από τη σειρά των αυτοβιογραφικών μονολόγων του Swimming to Cambodia. “Το κλισέ για την τέχνη που μιμείται τη ζωή πάντα με ιντρίγκαρε, αλλά για κάποιο λόγο ταυτόχρονα με απωθούσε” λέει ο Dafoe. “Υπήρχαν φορές που έβλεπα τον Spalding και ένιωθα σαν να κυνηγάει τις εμπειρίες μόνο και μόνο για να αντλήσει υλικό για τις παραστάσεις του. Προσωπικά αναζητούσα μια μάσκα για να χαθώ μέσα σ’ αυτήν. Γιατί, όταν υιοθετείς τις πράξεις και τις σκέψεις κάποιου άλλου, συμβαίνει το εξής μαγικό: Μαθαίνεις κάτι καινούριο. Νιώθεις πιο ζωντανός. Νικάς το διάβολο”.
Το 1979 ο Dafoe κέρδισε ένα ρόλο στην Πύλη της Δύσεως του Michael Cimino –είχε πάρει το αφτί του ότι ο σκηνοθέτης έψαχνε “πρόσωπα με έθνικ χαρακτηριστικά”, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό–, αλλά απολύθηκε γιατί ξεκαρδίστηκε στα γέλια με ένα προσβλητικό ανέκδοτο που είπε συνάδελφός του σε διάλειμμα των γυρισμάτων.
“Από υποκριτικής άποψης τα πάντα στην ταινία μου ήταν γνώριμα σαν διαδικασία” εξηγεί ο Dafoe. “Από κοινωνικής άποψης όμως τα πάντα ήταν διαφορετικά. Όλοι μιλούσαν για τα σπίτια τους, τα άλογα τους και για τους μάνατζέρ τους, ενώ εγώ νόμιζα ότι θα μιλάμε για ποίηση, τέχνη και τα όμορφα βιβλία που έχουμε διαβάσει. Αλλά αυτή ήταν η δική μου ρομαντική οπτική των πραγμάτων”. Τελικά, η Πύλη της Δύσεως ήταν μια παταγώδης αποτυχία, τόσο οικονομικά όσο και καλλιτεχνικά. Κατέστρεψε τη σταδιοδρομία του σκηνοθέτη, βύθισε στα τάρταρα το στούντιο παραγωγής και έφερε το τέλος του αμερικανικού κινηματογραφικού κινήματος New Hollywood. “Ξαφνικά η λέξη auteur απέκτησε αρνητική χροιά στις ΗΠΑ” λέει ο Dafoe, ο οποίος αργότερα κράτησε το ρόλο του αφηγητή σε ντοκιμαντέρ για την πτώση του εν λόγω κινήματος. “Νομίζω ότι οι άνθρωποι που γεννήθηκαν λίγο πριν από εμένα έζησαν σε μια πιο καρποφόρα περίοδο” τονίζει αναφέροντας τον Jack Nicholson και προσθέτει: “Ο φθόνος όμως είναι δηλητήριο. Υπάρχει μέσα μου, αλλά δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να βρει πού είναι”.
Ο Dafoe είναι “πολύπλευρος, δεν μπαίνει σε νόρμες κι έτσι του ζητείται να κάνει διάφορα και διαφορετικά πράγματα” υπογραμμίζει ο Schrader. “Σήμερα μπορεί να γυρίζει μια ταινία με τον Abel Ferrara στη Ρώμη και αύριο να χαρίζει τη φωνή του σε κάποιο παιδικό animation της Disney”. Ο Schrader αναφέρεται στo Siberia του Ferrara, μια ταινία που βρίσκεται στο στάδιο της παραγωγής και αποτελεί μια φανταστική ιστορία εμπνευσμένη από το Κόκκινο βιβλίο του Carl Jung, καθώς και στο Togo, μια ταινία της Disney για έναν οδηγό σκύλων. Και στις δύο πρωταγωνιστεί ο Dafoe.
Το 2002 ήταν η χρονιά που υποδύθηκε έναν τύπο εθισμένο στο σεξ στο υποτιμημένο βιογραφικό φιλμ Κρυφά πάθη του Schrader, αλλά και τον Norman Osborn, aka Green Goblin, στο Spider-Man του Sam Raimi. “Θυμάμαι τους φίλους μου να μου λένε: “Εσύ; Σε κόμικς;”. Κι όμως, το διασκέδασα πολύ”. Φήμες λένε ότι ο ρόλος είχε προταθεί αρχικά στους Nicolas Cage, John Malkovich, John Travolta, Jason Isaacs, Bill Paxton, Billy Crudup και Robert De Niro. Τότε το να ενσαρκώσει ένας σπουδαίος ηθοποιός τον υπερήρωα ή τον κακό θεωρούνταν τροχοπέδη για την καριέρα του. Για την ακρίβεια, θάνατος.
Σήμερα αποτελεί επαγγελματική ευκαιρία και εγγύηση για μια μεγάλη καριέρα. Το Spider-Man αποτέλεσε τεράστια καλλιτεχνική και εισπρακτική επιτυχία, έγινε η πρώτη ταινία της χρονιάς που κατόρθωνε να αγγίξει τα 100 εκατομμύρια δολάρια σε ένα μόνο Σαββατοκύριακο και οδήγησε στη δημιουργία ακόμα δύο ταινιών, του Spider-Man 2 το 2004 και το Spider-Man 3 τo 2007. Δεκαέξι χρόνια αργότερα στο κινηματογραφικό σύμπαν της Marvel συμπεριλήφθηκαν όλες οι ταινίες Star Wars αλλά και εκείνες του James Bond. “Τα υπερηρωικά φιλμ γίνονται ολοένα και πιο εντυπωσιακά” αναφέρει ο Dafoe, που πέρασε το 2017 πέντε μήνες στην Αυστραλία γυρίζοντας το Aquaman του James Wan.
Ο Aquaman ήταν ανέκαθεν ένας λιγότερο δημοφιλής υπερήρωας. Μπορούσε να αναπνέει κάτω από το νερό, να μιλά τη γλώσσα των δελφινιών, να καβαλά γιγαντιαίες θαλάσσιες χελώνες. Στην εκδοχή του Wan ο Aquaman είναι ένας ογκώδης τύπος με γενειάδα, τατουάζ και ένα σημάδι στο αριστερό του φρύδι. “Ο Jason Momoa κουβαλά μεγάλο βάρος στους ώμους του” δηλώνει ο Dafoe για τον πρωταγωνιστή της ταινίας. “Τα πάντα όμως θα εξαρτηθούν από το φανταστικό κόσμο που έχει χτίσει ο Wan και είναι θεαματικός”.
Ενώ ο Spider-Man ήταν κατά κάποιον τρόπο ένα “χειροποίητο φιλμ”, όπως επισημαίνει ο Dafoe, ο Aquaman, από την άλλη, είναι ένα τεχνολογικό επίτευγμα. Το μεγαλύτερο μέρος των γυρισμάτων το πέρασε κρεμασμένος από σχοινιά μπροστά από μια πράσινη οθόνη (green screen). “Δεν υπήρχε τίποτα, μόνο εγώ. Τα πάντα έπρεπε να τα φανταστώ, από αντικείμενα μέχρι ανθρώπους και φυσικά τοπία. Ήταν πρόκληση για μένα όλη αυτή η διαδικασία”.
Παρ’ όλα αυτά, διατηρεί τις επιφυλάξεις του σχετικά με την ανερχόμενη τάση των franchise movies που παρατηρείται στις υπερηρωικές ταινίες και έχει κατακλύσει το Χόλιγουντ. “Είναι κάπως τρομακτικό. Δε νομίζω ότι απέχουμε πολύ από την εποχή όπου δέκα άνθρωποι όλοι κι όλοι θα κάθονται γύρω από ένα τραπέζι και θα αποφασίζουν τι θέλει να δει ο κόσμος επειδή θα έχουν στα χέρια τους τους αριθμούς”.
Πολλοί ηθοποιοί λένε ότι κάνουν “μία ταινία γι’ αυτούς, μία ταινία για μένα”, που στην πράξη σημαίνει συνήθως μία για την παχυλή αμοιβή, μία για το κύρος. Για τον Dafoe η αναλογία των ταινιών που του προτείνουν και εκείνων που λέει το “ναι” είναι μία προς πέντε, με ορισμένα από τα μικρότερα έργα που αναλαμβάνει να σνομπάρονται από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου, να μην προμοτάρονται όπως θα έπρεπε και η κυκλοφορία τους στις αίθουσες να είναι περιορισμένη.
Δεν πτοείται όμως. Συνεχίζει να αναζητά την τύχη του στον κόσμο του ανεξάρτητου κινηματογράφου, όταν πολύ απλά θα μπορούσε να συνεργάζεται με οσκαρικούς σκηνοθέτες και μεγάλα στούντιο παραγωγής. Όταν λοιπόν ο Dafoe λέει ότι πιστεύει “στο προσωπικό σινεμά”, δεν είναι λόγια του αέρα, αλλά δέσμευση. “Του αρέσει να πειραματίζεται” σημειώνει ο Sean Baker, σκηνοθέτης του The Florida Project. “Δε δέχεται ποτέ ένα ρόλο αν πρώτα δεν έχει δει κάτι σ’ αυτόν που δεν έχει κάνει ποτέ ξανά. Το καινούριο γι’ αυτόν λειτουργεί σαν κάθαρση”.
Άραγε ποια είναι η άποψή του για τη “χρυσή εποχή” της τηλεόρασης; Τον έχει βάλει καθόλου σε πειρασμό; “Όχι”. Παραδέχεται όμως ότι “για την τηλεόραση μιλούν όλοι σήμερα και πολύ συχνά είναι εκείνη που αναδεικνύει πλέον τα ταλέντα”.
Μία εβδομάδα αργότερα βρισκόμαστε ξανά. Καθόμαστε σε ένα παγκάκι στο πάρκο Abingdon Square στο Γουέστ Βίλατζ και τον ρωτάω τι θέλει να κάνουμε μιας και η ζέστη είναι αφόρητη. “Να γευματίσουμε σε ένα εστιατόριο; Ή μήπως να περπατήσουμε στο πάρκο High Line;”. “Βασικά μου αρέσει εδώ” απαντά ο Dafoe φορώντας T-shirt και khaki παντελόνι. “Είμαστε σαν τα πουλιά που δροσίζονται σε μια όαση”.
Στο Στην πύλη της αιωνιότητας του Schnabel, που συμμετείχε στα κινηματογραφικά φεστιβάλ της Βενετίας και της Νέας Υόρκης, ο Dafoe υποδύεται τον Van Gogh κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών της ζωής του, μέχρι την αυτοκτονία του, σε ηλικία 37 ετών. Σύμφωνα με τον Dafoe, “δεν πρόκειται για μια βιογραφία που αφορά την ιατροδικαστική έρευνα”.
Ο Schnabel εξηγεί: “Δεν ήθελα να κάνω αυτή την ταινία. Αλλά με κάποιον τρόπο ένιωσα ότι έπρεπε. Σκέφτηκα ότι, αν δεν την έκανα με τον Willem, θα χάναμε μια πολύτιμη ευκαιρία να συναντηθούμε ξανά στη μεγάλη οθόνη”. Γνωρίστηκαν πριν από περίπου 30 χρόνια στο nightclub Nell’s στο Μανχάταν, όταν ο Schnabel –είναι επίσης ζωγράφος– παρουσίαζε τα έργα του στην γκαλερί Mary Boone στο Σόχο. Η ηλικία του Dafoe αποτέλεσε πρόβλημα για τον Schnabel; “Όχι” απαντά. “Στα 37 του ο Vincent van Gogh ήταν ένας άντρας κουρασμένος και ζαρωμένος. Η όψη του θύμιζε άντρα μεγαλύτερης ηλικίας. Στα 65 του ο Willem βρίσκεται σε πολύ καλή σωματική κατάσταση”. Στις φωτογραφίες της ταινίας ο Dafoe δείχνει πολύ μεγαλύτερος, όμως η ομοιότητά του με τον Van Gogh στις αυτοπροσωπογραφίες του ζωγράφου είναι εκπληκτική. “Δε σκέφτηκα κανέναν άλλο για το ρόλο” τονίζει ο Schnabel. “Πολύ απλά γιατί δεν υπάρχει κανένας άλλος που θα μπορούσε να κάνει αυτό που έκανε ο Willem”.
Ανάμεσα στις προκλήσεις και τις απαιτήσεις του ρόλου ήταν να ζωγραφίζει, κάτι που ο Dafoe έπρεπε να κάνει on camera. “Ο Julian ήταν υπέροχος δάσκαλος, πολύ γενναιόδωρος, χάρη στη δυναμικότητα που τον διακρίνει ως προσωπικότητα και στην ιδιαίτερη αγάπη που τρέφει για την τέχνη της ζωγραφικής. “Βούτα το πινέλο στην ψημένη όμπρα και μετά στο καστανό!” φώναζε με ενθουσιασμό”.
“Ο τρόπος που κρατά κάποιος το πινέλο είναι μεγάλη υπόθεση” επισημαίνει ο Dafoe (σύμφωνα με τον Schnabel, “είναι περισσότερο σαν να κρατάς σπαθί παρά μολύβι”). “”Αν μάθεις πώς να το κρατάς σωστά, τότε θα είσαι έτοιμος να ξεκινήσεις έναν εποικοδομητικό διάλογο με τον Vincent van Gogh και τα έργα του” μου έλεγε, όπως επίσης ότι “στη ζωγραφική δεν υπάρχουν λάθη. Δε διορθώνεις, απλά προχωράς μπροστά””.
Στον Dafoe δεν αρέσει να παρακολουθεί ταινίες ενώ βρίσκεται σε γυρίσματα. “Με μπερδεύει. Δεν αφήνει τη φαντασία μου ελεύθερη. Σ’ εκείνες τις περιόδους έχω ανάγκη από ηρεμία, ησυχία, όχι ερεθίσματα που θα προκαλέσουν σύγχυση στο μυαλό μου. Μου αρέσει να είμαι σε ένα άγνωστο μέρος, όπου δεν ξέρω τίποτα και κανέναν. Μου επιτρέπει να ζήσω μια άλλη ζωή. Να γίνω κάποιος άλλος”.
Έχει δύο απαιτήσεις κάθε φορά που δεσμεύεται να παίξει σε μια ταινία: καλό καφέ και αποχυμωτή. Η πρωινή ιεροτελεστία του ακόμα και στο στούντιο περιλαμβάνει διαλογισμό και γιόγκα –φέρνει από το σπίτι του το δικό του στρώμα–, που διαρκεί περίπου μία με μιάμιση ώρα. “Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν φορές που ξυπνάω από τις τρεις τα ξημερώματα. Όταν δεν μπορώ να σηκωθώ, βρίσκω χρόνο το μεσημέρι στο διάλειμμα των γυρισμάτων, αλλά δεν είναι πάντα εύκολο λόγω του μακιγιάζ και των κοστουμιών”.
Εκτός από τη γιόγκα και το διαλογισμό, ο Dafoe έχει ακόμα μία συνήθεια, άγνωστη στο ευρύ κοινό: κρατά ημερολόγιο, “σχεδόν καθημερινά” για περισσότερα από 40 χρόνια. “Είναι πολύ πρακτικό. Είναι μια άσκηση για να μάθεις καλύτερα να εκφράζεσαι”. Στις σελίδες του γράφει τα πάντα, από αστεία, τηλεφωνικούς αριθμούς, υπενθυμίσεις, πράγματα που άκουσε, πράγματα που είδε. Αναφέρει ότι ο Robby Müller, ο διευθυντής φωτογραφίας του φιλμ Ο άνθρωπος από το Λος Άντζελες, πέθανε πριν από δύο χρόνια. “Το έγραψα κι αυτό”. Δύο ντουζίνες ημερολόγιά του βρίσκονται φυλαγμένα στο ντουλάπι του γραφείου στο σπίτι του στη Νέα Υόρκη.
Τα υπόλοιπα στην αποθήκη. Άλλα είναι σχολικά τετράδια, άλλα σημειωματάρια και άλλα ημερολόγια ντυμένα με δέρμα. Αν και αποθηκευμένα σε κούτες, κάποια από αυτά δεν μπορούν πλέον να διαβαστούν. Το μελάνι έχει αλλοιωθεί από την υγρασία και το πέρασμα του χρόνου. “Κάποια στιγμή θα ήθελα να μου δοθεί η ευκαιρία να κάνω μια έκθεση και να παρουσιάσω τα ημερολόγιά μου σε μια γκαλερί. Είναι αληθινά. Είναι μοναδικά. Είναι κάπως παράξενα σαν τον πίνακα Ouija [πνευματιστική δέλτος]. Είναι πραγματικά όμορφα.
Μερικές φορές έχουν έντονες αναφορές στις ταινίες που γύριζα όταν έγραφα” αναφέρει και αμέσως σταμάτα. Ανοίγει ένα σημειωματάριο και διαβάζει στίχους από τον T. S. Eliot που είχε αντιγράψει όταν γύριζε την ταινία Tom & Viv (1994) για το θυελλώδη γάμο του ποιητή. “Εκείνο το μοτίβο που σε κάποιες σπάνιες στιγμές απροσεξίας και αφηρημάδας αντιλαμβανόμαστε… είναι το μοτίβο που εξυφαίνεται από αυτό που στα αρχαία χρόνια ονόμαζαν Μοίρα”. Κλείνει το σημειωματάριο.
“Δεν επιστρέφω στο παρελθόν” εξηγεί ο Dafoe. “Ποτέ δεν τα διαβάζω”.
Με πληροφορίες από esquire