«Οι γυναίκες έχουν ένα ευρύτερο συναισθηματικό και ψυχολογικό πεδίο, σε εναλλαγή και σε εκπλήσσουν – το ταμπεραμέντο που επιδεικνύουν είναι απλώς συναρπαστικό. Ισως αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι για αιώνες ολόκληρους βρίσκονταν υποχρεωμένες να ζουν στη σιωπή, στο περιθώριο, φυλακισμένες από τον έξω κόσμο».
Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ Καμπαγιέρο, γεννήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1949. Είναι Ισπανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός με περίπου 30 ταινίες στο ενεργητικό του. Γεννήθηκε στην περιοχή Λα Μαντσά, την πατρίδα του Δον Κιχώτη. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση αυτό θα ήταν ένα τυχαίο γεγονός, μια που ο Δον Κιχώτης είναι ένας φανταστικός ήρωας. Όχι, όμως, στην περίπτωση του Ισπανού σκηνοθέτη.
Ο νεαρός Αλμοδοβάρ σκαρφιζόταν ιστορίες και τις έλεγε στις αδερφές του, όπως ακριβώς έκανε και ο φανταστικός ιππότης. Τους διάβαζε παραμύθια και φρόντιζε να αλλάζει τα γεγονότα για να κερδίζουν στο τέλος πάντα οι καλοί.
Μεγαλωμένος σε ένα καθολικό περιβάλλον και με ένα ιδιαίτερα αυστηρό πατέρα που συχνά χλεύαζε και αποδοκίμαζε τις καλλιτεχνικές του δυνατότητες και επιθυμίες, ο Αλμοδοβάρ βρήκε καταφύγιο στον κινηματογράφο. Έβλεπε όποια ταινία ερχόταν στην μικρή του πόλη και διάβαζε όλους τους κλασικούς ποιητές. Μετά καθόταν και έπαιζε μικρές παραστάσεις στην οικογένεια του. Όσο αυστηρός ήταν ο πατέρας του τόσο τρυφερή και ευαίσθητη ήταν η μητέρα του, που συχνά έπεφτε θύμα ενδοοικογενειακής βίας.
Συχνά αναφέρει, ότι εκείνη είναι ο λόγος που κατάφερε να δημιουργήσει τόσο δυνατούς, ρεαλιστικούς και περίπλοκους γυναικείους χαρακτήρες στις ταινίες του. Ο σκηνοθέτης για να ευχαριστήσει τη μάνα του που τον στήριξε και να της δείξει την αγάπη του, της έδινε μικρούς ρόλους, μέχρι τον θάνατό της το 1999.
Ο Αμοδοβάρ πήγε σε καθολικό σχολείο, για να μάθει γράμματα και καλή συμπεριφορά. Αν αυτού έμαθε πόσο πολύ μπορεί να πληγωθεί ένα παιδί, αφού έγινε μάρτυρας σεξουαλικών κακοποιήσεων παιδιών από ιερείς. Ο μικρός Πέδρο έδειχνε την περιφρόνησή του, αρνούμενος να φιλήσει το χέρι των ιερέων.
Η ενηλικίωση του συνέπεσε με την δικτατορία του Φράνκο, που είχε απαγορεύσει οποιοδήποτε είδος καλλιτεχνικής έκφρασης που αμφισβητούσε το κατεστημένο. Ο σκηνοθέτης είχε ήδη εκφράσει την αντίθεση του σε οτιδήποτε ολιγαρχικό και συχνά έπαιρνε μέρος σε διαδηλώσεις. Παράλληλα είχε παραδεχτεί ανοιχτά την ομοφυλοφιλία. Με τον καιρό δημιούργησε τον δικό του underground κύκλο. Ηθοποιοί, χορευτές, νέοι συγγραφείς και ζωγράφοι.
Πριν αρχίσει να γυρίζει τις πρώτες του ταινίες, έγραφε σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής. Μάλιστα είχε μια δική του στήλη που υπέγραφε ως «η πορνοστάρ Πάτι Ντιφούζα». Η αρθρογραφία του είχε τεράστια απήχηση στο νεανικό και επαναστατικό κοινό. Μία από τις καλλιτεχνικές του εκφράσεις ήταν το ντουέτο που έκανε με τον Φάμπιο ΜακΝαμάρα, γνωστό και ως «Φάνι». Το συγκρότημα ονομαζόταν «Αλμοδόβαρ και Μακναμάρα». Στη σκηνή έβγαινε με διχτυωτά καλσόν, μαύρο eyeliner και περούκες.
Το 1980, γυρίζει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, με τίτλο «Η Πέπι, η Λούσι, η Μπομ και τα άλλα κορίτσια». Πρωταγωνιστούσε η μούσα του, Κάρμεν Μάουρα, με την οποία θα συνεργαζόταν για τα επόμενα 10 χρόνια. Χρειάστηκαν δύο χρόνια για να ολοκληρώσουν την ταινία, γιατί έκαναν γυρίσματα μόνο τα σαββατοκύριακα, καθώς τις καθημερινές ο Αλμοδόβαρ δούλευε στη δημόσια τηλεφωνική εταιρία.
Ακολουθούν Ο Λαβύρινθος του Πάθους (1982), Αμαρτωλές Καλόγριες (1983), Ο Νόμος του Πόθου (1987). Το 1988 γυρίζει τις Γυναίκες στα Πρόθυρα Νευρικής Κρίσης και κερδίζει την πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ καλύτερης ταινίας. Τελικά κερδίζει βραβείο Γκόγια καλύτερης ταινίας και βραβείο σεναρίου στο φεστιβάλ της Βενετίας.
Ακολουθούν το Δέσε με (1990), που αλλάζει την βασική του πρωταγωνίστρια, κάτι που δημιουργεί μια κόντρα ανάμεσα σε εκείνον και τη Μάουρα, που ευτυχώς εξομαλύνεται όταν ο Αλμοδόβαρ της παρέδωσε ένα κομμάτι από το τείχους του Βερολίνου, κατά τη διάρκεια μιας τελετής βράβευσης, που παρουσίαζε η ίδια.
Σειρά έχουν Τα Ψηλά Τακούνια (1991), όπου κερδίζει το βραβείο Σεζάρ, Κίκα (1993), Καυτή Σάρκα (1997), Όλα για την Μητέρα μου (1999), Μίλα της (2002), Γύρνα Πίσω (2006), Ραγισμένες Αγκαλιές (2009), Το Δέρμα που Κατοικώ (2011) Βραβείο BAFTA καλύτερης μη Αγγλόφωνης ταινίας. Το 2019 γύρισε το Πόνος και Δόξα.
Η ταινία που τον καθιέρωσε και έδειξε πραγματικά το μεγαλείο του Ισπανού σκηνοθέτη δεν είναι άλλη από το συγκλονιστικό Όλα για την Μητέρα μου, που κερδίζει το Βραβείο Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, Βραβείο Σκηνοθεσίας, Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, Βραβείο Γκόγια, Σεζάρ, BAFTA, Ευρωπαικού Κινηματογράφου. Και όλα αυτά, ένα παιδί από μια επαρχία της Ισπανίας, που συχνά τον κορόιδευαν για το ρομαντικό και ευγενή του χαρακτήρα του και για τις ερωτικές του προτιμήσεις.
Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ, έχει φτιάξει ένα σύμπαν, όπου το μελόδραμα και ο υπέρμετρος συναισθηματισμός, συναντάνε τα ανθρώπινα πάθη και τις αδυναμίες των ανθρώπων. Κατορθώνει να απενoχοποιήσει την διαφορετικότητα και να ανατρέψει τα κοινωνικά κατάλοιπα της σεμνοτυφίας.
Μέσα από έντονο κοινωνικό ρεαλισμό και μια ιδιότυπη δραματοποιημένη σάτιρα, τοποθετεί τους χαρακτήρες των έργων του. στο κέντρο κάθε οικογένειας, κοινωνίας και σταθεράς. Ήρωες του είναι τρανσέξουαλ, εξαρτημένοι, κορίτσια και αγόρια της νύχτας και άνθρωποι που δοκιμάζουν τις αντοχές τους, σε ένα καθημερινό ενοχικό περιβάλλον.
Οι ιστορίες του είναι ανθρωποκεντρικές. Δεν υπάρχουν ξεχωριστοί άνθρωποι, ούτε στο τέλος δικαιώνεται κανείς. Δεν υπάρχει ο κακός ή ο καλός στα ενήλικα παραμύθια του. Μιλάει για τον ίδιο τον άνθρωπο και τα πάθη του.
Η γυναικεία παρουσία είναι καθοριστική στις ταινίες του. Αντιλαμβάνεται και διεισδύει στην γυναικεία ψυχολογία. Παίρνει καθημερινές γυναίκες, υστερικές και εμμονικές και τις μετατρέπει σε μούσες του. Τις ντύνει με κιτς ρούχα, φτηνά κοσμήματα, μακριά κόκκινα νύχια και τις βάζει να ακούνε παλιά τραγούδια. Αγαπάει όλες τις γυναίκες, Όμορφες, λιγότερο θηλυκές, νέες, ώριμες. Σημασία έχει για εκείνον να τους δώσει φωνή.
Μιλάει για την μάνα μας, την αδερφή μας, την γυναίκα που κρύβει κάθε άντρας μέσα του. Όχι ερωτικά και ούτε συνδέεται με τις σεξουαλικές του προτιμήσεις. Θα ήταν απλοϊκή μια τέτοια ερμηνεία. Μιλάει για την καταπίεση που έχουν βιώσει οι γυναίκες και οι άπειροι ρόλοι της μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια. Η γυναίκα που υποτάσσεται στον άντρα πατέρα, στον άντρα σύζυγο, στον κυρίαρχο. Ο ρόλος της έχει συμβολικό χαρακτήρα. Είναι ο τρόπος του να αποδημήσει το αρσενικά στοιχείο που πάντα σχετίζονταν με την ιδέα της εξουσίας του Φράνκο και τη δύσκολη περίοδο που πέρασε η Ισπανία. Υπαινίσσεται το άγχος της Ισπανίας μπροστά στην αλλαγή και στην αποδοχή μιας νέας ταυτότητας. Ο Ισπανός σκηνοθέτης παίζει με τα στερεότυπα των δυο φύλων και κρατάει το θεατή σε εγρήγορση. Χωρίς ταμπού και προκαταλήψεις ο Αλμοδόβαρ μέσα από τη σκηνοθετική του ματιά, μας υπενθυμίζει τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος με χίλιες αδυναμίες και άλλες τόσες ομορφιές. Μιλάει για τον άνθρωπο με πάθη, αδυναμίες, που κουβαλάει μυστικά και αγαπάει ανιδιοτελώς.
Τεχνικά αγαπάει τα γκρον πλαν στα πρόσωπα των ηθοποιών, με σκοπό την ανάδειξη της συγκίνησης. Οι ασυνήθιστες γωνίες λήψης σε συνδυασμό με τη δομημένη πλοκή και τη μεγάλη προσοχή σε πολλά επίπεδα δημιουργούν σκηνές που μπορούν να σταθούν ως θεατρικά μονόπρακτα, με καλοδουλεμένους διαλόγους, ποπ αρτ στοιχεία και έντονα χρώματα με κυρίαρχο το κόκκινο που τονίζουν την πολυχρωμία, την ατέρμονη υπερβολή και την αισθητική του trash. Πάθος, σεξ, θάνατος, αμαρτία, λύση, καταστροφή, γοητεία όλα έχουν χρώμα κόκκινο.
Τα soundtrack στις ταινίες του Αλμοδόβαρ είναι αποκάλυψη. Προτιμά το ισπανόφωνο τραγούδι και αγαπάει τους μελαγχολικούς σκοπούς. Ερωτικά, μελό, ρετρό και επιστρατεύει σπουδαίους ερμηνευτές όπως τον Chavela Vargas, τον Caetano Veloso, την Luz Casal, τη Sara Montiel και την νεότερη αλλά εξίσου συγκλονιστική Buika.
Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ, ο ασυμβίβαστος και προκλητικός Ισπανός σκηνοθέτης, συλλέγει τα πιο σκοτεινά, τα πιο “εκτεθειμένα” εγώ μας και με πολύ τρυφερότητα και γενναιοδωρία τα μετατρέπει σε ένα παιδικό παιχνίδι, που στο τέλος της ημέρας όλοι είμαστε φίλοι!
Mε πληροφροίες από tetragwno.gr