Το 1974, η Ντέμπι Χάρι και ο εραστής της, ο κιθαρίστας Κρις Στάιν, έφυγαν από το προηγούμενο συγκρότημά τους, τους Stilettoes και έφτιαξαν τους Blondie. Το όνομα ήταν εμπνευσμένο από τους οδηγους που φώναζαν «Hey, Blondie!», στην πλατινέ Ντέμπι Χάρι, όταν εκείνη περνούσε από μπροστά τους. Το συγκρότημα έπαιζε συχνά στο θρυλικό κλαμπ CBGB, της Νέας Υόρκης και άρχισε να ακούγεται στην underground σκηνή της πόλης. Η Ντέμπι Χάρι, στην αυτοβιογραφία της, θυμάται τη μετεωρική άνοδο των Blondie στην κορυφή και τη δική της συμμετοχή στο τρίπτυχο sex & drugs & rock ’n’ roll.
Η δόξα ήταν σαν αφροδισιακό. Στην αρχή…
«Ήταν σαν να κάνεις σεξ, ηλεκτρικό ρεύμα διαπέρναγε τα χέρια και τα πόδια σου και ένα «κάψιμο» στη βάση του λαιμού. Ήταν συναρπαστικό, αλλά ταυτόχρονα ήταν και παράξενα αντισεξουαλικό και απογοητευτικό.
Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι για μένα η καλύτερη περίοδος των Blondie ήταν οι πρώτες μέρες του συγκροτήματος, όταν ήμασταν απλώς καλλιτέχνες που πάλευαν στο Lower East Side της Νέας Υόρκης, προσπαθώντας να δημιουργήσουν κάτι. Κανείς μας τότε δεν είχε χρήματα. Κανείς δεν μιλούσε για επιτυχία. Ποιος ήθελε να είναι επιτυχημένος και mainstream; Αυτό που κάναμε ήταν πολύ καλύτερο.Οι Blondie είχαν γίνει ένα αναγνωρίσιμο όνομα με κάποιο μικρό τρόπο, αλλά κανείς στη μουσική βιομηχανία δεν ασχολούταν μαζί μας. Ο Κρις ζούσε από την πρόνοια, εγώ σέρβιρα σε ένα μπαρ με το μαγιό μου και περιστασιακά πουλούσαμε μαριχουάνα για να βγάλουμε λίγα χρήματα. Τότε, οι Blondie ήταν ακόμα ένα αουτσάιντερ.
Το CBGB, στη Λεωφόρο Μπόουερι, είναι πλέον θρυλικό, αλλά εκείνη την εποχή ήταν απλά ένα μπαρ, ένα σχεδόν καταγώγιο. Παίζαμε το CBGB κάθε Σαββατοκύριακο για επτά μήνες. Δεν παίρναμε χρήματα, πληρωνόμασταν με μπύρες. Οι πελάτες ήταν σχεδόν όλοι οι φίλοι μας, μέλη άλλων συγκροτημάτων, οι καλλιτέχνες του κέντρου της πόλης και τα «φρικιά». Ήταν ένας μικρότερος, πιο ιδιωτικός κόσμος. Όλοι έκαναν ναρκωτικά. Έτσι ήταν τότε, μέρος της κοινωνικής σου ζωής, μέρος της δημιουργικής διαδικασίας, κομψό και διασκεδαστικό.
Τα ναρκωτικά ήταν απλώς μια νέα εμπειρία
Η πρώτη φορά που είχα κάνει ηρωίνη ήταν με τον Τζιλ Φιλντς, το αγόρι μου την εποχή εκείνη και τον ντράμερ στο πρώτο συγκρότημά μου, τους The Wind In The Willows. Τον θυμάμαι να απλώνει τη γραμμή με τη γκρίζα σκόνη. Μετά την εισπνεύσαμε. Και ένιωσα μια αναστάτωση που δεν είχα αισθανθεί ποτέ πριν. Σκέφτηκα: «Ω, αυτό είναι τόσο ωραίο, τόσο χαλαρωτικό, δεν χρειάζεται να σκέφτομαι τα πράγματα» Ήταν τόσο νόστιμο και ευχάριστο. Όλες εκείνες τις φορές που ήθελα να «ξεχάσω» μέρη της ζωής μου ή όταν πάθαινα κατάθλιψη, δεν υπήρχε τίποτα καλύτερο από την ηρωίνη. Τίποτα. Κανείς δεν σκεφτόταν τις συνέπειες. Δεν μπορώ να θυμηθώ αν κάποιος από μας ήξερε καν τις συνέπειες. Μπορεί να ακούγεται περίεργο όταν μιλάμε για ναρκωτικά, αλλά ήταν πιο αθώοι καιροί. Κανείς δεν έκανε επιστημονικές μελέτες και δεν υπήρχαν προγράμματα αποτοξίνωσης με μεθαδόνη. Εάν ήθελες να κάνεις ναρκωτικά, έκανες ναρκωτικά. Και αν αρρώσταινες απ’ αυτά, ήσουν μόνος σας. Η περιέργεια ήταν επίσης ένας μεγάλος παράγοντας -τα ναρκωτικά ήταν μια νέα εμπειρία.
Τον πρώτο καιρό του συγκροτήματος, ζούσαμε στο «Blondie Loft» -εκεί κάναμε και τις πρόβες μας. Ο Κρις τραβούσε διαρκώς φωτογραφίες μου στη σοφίτα. Ήξερα ότι ήμουν όμορφη. Είχα ένα καλό πρόσωπο, αλλά δεν είχα μεγάλη σιγουριά για το σώμα μου. Ο Κρις με έκανε να δείχνω καλύτερη απ’ ότι ήμουν. Είχε αυτή την ηδονοβλεπτική οπτική. Με κοιτούσε για ώρες όπως πόζαρα όσο πιο αισθησιακά μπορούσα για εκείνον. Στο τέλος καταλήγαμε πάντα στο κρεβάτι. Ζήσαμε στο «Blondie Loft» για λίγο περισσότερο από ένα χρόνο, όταν ο ιδιοκτήτης μάς πέταξε έξω. Δεν ξέρω γιατί το έκανε. Ήταν η χειρότερη στιγμή. Ήταν τον Αύγουστο του 1976 και είχαμε αρχίσει να δουλεύουμε το πρώτο άλμπουμ των Blondie. Χρόνια αργότερα, αυτός ο τρελός πρώην ιδιοκτήτης μας θα ισχυριζόταν ότι είχε κάνει μια συμφωνία με το διάβολο και αυτό ήταν που έκανε τους Blondie επιτυχημένους.
Συνεχίσαμε να δουλεύουμε. Είχαμε επιτέλους συμβόλαιο για έναν δίσκο. Ήταν σαν να ήμασταν δεμένοι σε έναν πύραυλο που ήταν έτοιμος να εκτοξευτεί. Και απογειωθήκαμε. Πραγματικά απογειωθήκαμε. Ήταν μια ταραχώδης, ανήσυχη, τρελή περίοδος, τώρα τη βλέπω πολύ θολά από την ταχύτητα με την οποία έγιναν όλα. Μετά την κυκλοφορία του πρώτου μας άλμπουμ, κάναμε μια σειρά συναυλιών στη Νέα Υόρκη και στη συνέχεια, το Φεβρουάριο του ’77, βγήκαμε σε περιοδεία για πρώτη φορά. Όταν παίξαμε στο «Whiskey», στο Λος Άντζελες ήταν η μεγάλη στροφή για τους Blondie. Ο Τομ Πέτι έπαιξε πριν από μας την πρώτη εβδομάδα. Τη δεύτερη εβδομάδα που παίξαμε με τους Ramones, ήταn που τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο τρελά. Υπήρχαν μόνο λίγα πολύ μικρά καμαρίνια στο «Whiskey», τα οποία μοιραζόμασταν όλοι.Τα μέλη των συγκροτημάτων, τα κορίτσια τους, οι φίλοι τους και τα ρούχα, όλοι μαζί σε κάτι μικροσκοπικούς χώρους. Μια νύχτα, ο Μάλκομ ΜακΛάρεν από τους Sex Pistols τσακώθηκε με τον Τζονι Ραμόουν και ο Τζόνι τον πέταξε έξω από το καμαρίνι, χτυπώντας μια κιθάρα στο κεφάλι του.
Με τον Μπόι Τζορτζ το 1987. (@AP Photo/Press Association)
Μια άλλη νύχτα, ένας άνδρας ήρθε στα καμαρίνια ντυμένος από πάνω μέχρι κάτω στα μαύρα, συμπεριλαμβανομένων των μαλλιών του και της γενειάδας του. Φορούσε μια κάπα, γυαλιά aviator, ένα τεράστιο σταυρό σε μια αλυσίδα και μια κονκάρδα «In the Flesh» στο πέτο του. Ήταν ο Φιλ Σπέκτορ. Δίπλα του ήταν δύο ψηλοί, ωραίοι, άψογα ντυμένοι δίδυμοι που ήταν η συνοδεία του.Έβγαλαν τους Ramones και όλους τους άλλους έξω από το δωμάτιο, εκτός από εμάς. Ενώ τα λαμπερά δίδυμα στέκονταν δίπλα στην πόρτα, κρατώντας όλους τους άλλους έξω -ή ίσως εμάς μέσα- ο Φιλ ξεκίνησε ένα μακρύ μονόλογο μέσα στη νύχτα.
Bang Bang!
Μας κάλεσε στη βίλα του. Πήγαμε. Θυμάμαι τον παγωμένο κλιματισμό και ότι μάς υποδέχτηκε με ένα Colt 45άρι στο ένα χέρι και ένα μπουκάλι κρασί στο άλλο. Υπήρχαν κι άλλοι καλεσμένοι εκείνη τη νύχτα και όλοι έπρεπε να κάθονται. Ο Φιλ δεν θέλησε κανέναν να στέκεται μέσα στο σπίτι. Στη συνέχεια άρχισε να παίζει πιάνο. Ήθελε να κάτσω στον πάγκο δίπλα του και να τραγουδήσω μαζί του το Be My Baby και μερικά άλλα τραγούδια των Ronettes. Με έβαλε να τραγουδάω και να τραγουδάω ασταμάτητα. Δεν ήθελα να το κάνω, επειδή είχα τόσες πολλές συναυλίες, αλλά ο Φιλ ήταν στο σπίτι του και κανείς δεν μπορούσε να του αρνηθεί κάτι.
@AP Photo/Press Association
Λίγο αργότερα, όταν καθόμασταν μαζί στον καναπέ, ο Φιλ έβγαλε το όπλο του, το κόλλησε στη δερμάτινη μπότα μου και είπε: «Bang, bang!». Ήταν μια μεγαλοφυία, είχε ένα όπλο και η παράνοιά του ήταν τεράστια -κι αυτό δεν τελειώνει πάντα καλά. Θεωρώ λυπηρό το γεγονός ότι είναι στη φυλακή – ακόμα πιο θλιβερό όμως είναι ότι μια γυναίκα πήγε στο σπίτι του και μετά τη σκότωσε. Μετά την τελευταία εμφάνισή μας στο «Whiskey», πήγαμε στο Σαν Φρανσίσκο. Τα κορίτσια ήταν κομψά και όμορφα και τα αγόρια στο συγκρότημα πέρασαν καλά μαζί τους. Εγώ έδωσα μάχη με κάποιες πολύ επιθετικές γυναίκες -μερικές ήθελαν εμένα και μερικές τον Κρις. Και μετά ήρθε η πρώτη πραγματική περιοδεία των Blondie. Με τον Ίγκυ Ποπ και τον Ντέιβιντ Μπόουι.
Με τον Ντέιβιντ Μπάουι, το 1980 (@AP Photo/Nancy Kaye)
Παίξαμε πάνω από 20 συναυλίες μαζί τους. Εκτός σκηνής, μιλούσαμε αρκετά, για απλά, καθημερινά πράγματα, αλλά ήταν κάπως παράξενο για μένα να είμαι το μόνο κορίτσι εκεί. Ήμουν με τον Κρις, ήμασταν ζευγάρι, αλλά δεν υπάρχει τίποτα που να συγκρίνεται με το να είσαι η μόνη γυναίκα σε περιοδεία με όλους αυτούς τους άντρες.
Όα αυτά ήταν πραγματικά. Πολύ πραγματικά
Μια μέρα, ο Ντέιβιντ και ο Ίγκυ έψαχναν ναρκωτικά. Ο ντίλερ τους στη Νέα Υόρκη είχε πεθάνει και είχαν ξεμείνει. Ένας φίλος μου μού είχε δώσει ένα γραμμάριο και δεν το είχα αγγίξει. Δεν μου άρεσε πολύ η κόκα, με έκανε νευρική και πείραζε το λαιμό μου. Έτσι τους πήγα την κοκαΐνη και τη ρούφηξαν με τη μια. Αφού πήραν την κοκαΐνη, ο Ντέιβιντ κατέβασε το παντελόνι του. Το μέγεθός του ήταν διαβόητο και του άρεσε να το επιδεικνύει σε γυναίκες και άντρες. Λίγο αργότερα ο Κρις μπήκε στο δωμάτιο, αλλά ο Ντέιβιντ είχε μαζευτεί. Κάποιος είχε πει στον Κρις ότι πήγα στο δωμάτιο με τους δύο τους και αυτός θορυβήθηκε.
Η αυτοβιογραφία της Ντέμπι Χάρι, Face It, θα κυκλοφορήσει από τον εκδοτικό HarperCollins
Ο Ντέιβιντ Μπόουι περιέγραψε κάποτε τη μουσική βιομηχανία ως ψυχιατρικό νοσοκομείο. Σε άφηναν να βγεις μόνο για να κάνεις άλλον ένα δίσκο, ή μια συναυλία. Και μετά πάλι μέσα. Μου ακούγεται σωστή περιγραφή. Όταν οι Blondie έγιναν επιτυχημένοι, οι πιέσεις της μουσικής βιομηχανίας και οι συνεχιζόμενες απαιτήσεις για περισσότερο υλικό, περισσότερες περιοδείες, περισσότερες συνεντεύξεις, μας έφτασαν στα όριά μας. Όμως, συνεχίζεις να κινείσαι, σαν ένα έντομο που το τραβάει η φλόγα. Μια φορά σε ένα κατάστημα με δίσκους, η αστυνομία αναγκάστηκε να κλείσει το δρόμο, επειδή είχαν μαζευτεί δεκάδες θαυμαστές μας. Στη Γερμανία μια φορά οι θαυμαστές έπεφταν μπροστά στις ρόδες του λεωφορείου μας.
Όλα αυτά ήταν πραγματικά. Πολύ πραγματικά…»
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ, cnn