Την είδε και έπαθε ατύχημα. Όταν εκείνη πήγε να φύγει, εκείνος την κυνήγησε μέχρι το αυτοκίνητο. Τότε η Τζόπλιν του έσκασε ένα μπουκάλι Southern Comfort στο κεφάλι.
«Γεια σου. Ψάχνεις κάποιον;» ρώτησε ο Λέοναρντ Κόεν τη Τζάνις Τζόπλιν το απόγευμα που τη συνάντησε τυχαία στο ασανσέρ του θρυλικού Chelsea Hotel στη Νέα Υόρκη. «Ναι, ήρθα για να βρω τον Κρις Κριστόφερσον,» απάντησε εκείνη. «Α ωραία, είσαι τυχερή. Εγώ είμαι ο Κρις Κριστόφερσον,» της απάντησε ο Καναδός τραγουδοποιός με το γνωστό, καυστικό χιούμορ του. Σε μεταγενέστερη συνέντευξη του ο Κόεν είχε πει: «Δεν έψαχνε εμένα, έψαχνε τον Κρις Κριστόφερσον. Και εγώ δεν έψαχνα εκείνη, έψαχνα τη Μπριζίτ Μπαρντό. Με κάποιον ανεξήγητο τρόπο, όμως, πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου εκείνο το βράδυ». Στην ίδια συνέντευξη ο Λέοναρντ είχε παραδεχθεί πως το κομμάτι του «Chelsea Hotel #2» ήταν πράγματι γραμμένο για τη Τζόπλιν, επιβεβαιώνοντας έναν μουσικό θρύλο που κρατούσε δεκαετίες.
«Moυ είπες ξανά ότι προτιμάς τους όμορφους άντρες, αλλά ότι για μένα θα κάνεις μία εξαίρεση,» τραγουδάει ο Κόεν στο δεύτερο κουπλέ του εμβληματικού, πια, κομματιού, πριν καταλήξει πως «Είμαστε άσχημοι, αλλά τουλάχιστον έχουμε τη μουσική». Ο τρόπος με τον οποίο ο διάσημος μουσικός προσεγγίζει στους στίχους την έννοια της εξωτερικής εμφάνισης φαντάζει απόλυτα συμβατός με την ψυχοσύνθεση και τους βαθύτερους προβληματισμούς της ίδιας της Τζόπλιν, η οποία ουδέποτε υπήρξε μία αντικειμενικά εντυπωσιακή γυναίκα, είχε, όμως, πάντοτε τον τρόπο να σαγηνεύει τα αντικείμενα του πόθου της. Ειδικά από το σημείο που έγινε αναγνωρίσιμη και μετά. Ίσως και αυτός να ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που το κοινό συνέδεσε από την αρχή το «Chelsea Hotel #2» με το πρόσωπο της Τζάνις,
To κομμάτι «Chelsea Hotel #2» που ο Λέοναρντ Κόεν είχε γράψει για τη νύχτα πάθους που πέρασε με τη Τζάνις Τζόπλιν.
H Tζάνις Τζόπλιν γεννήθηκε στις 19 Ιανουαρίου του 1943 στη μικρή πόλη Πορτ Άρθουρ του Τέξας, σε μία μεσαιαστική, συντηρητική οικογένεια με άλλα δύο παιδιά. Οι γονείς της ήταν μέλη της τοπικής εκκλησίας και είχαν καταφέρει να αναπτύξουν, παρά τις συντηρητικές, αυστηρές αρχές τους, έναν πολύ ισχυρό δεσμό με τα παιδιά τους. Πάντοτε όμως αισθανόντουσαν ότι η Τζάνις χρειαζόταν μεγαλύτερη προσοχή και φροντίδα από τα δύο, μικρότερα αδέλφια της. Όταν ήταν στο Γυμνασίο η Τζόπλιν που έπασχε από πολύ έντονη εφηβική ακμή και ήταν υπέρβαρη, βασανίστηκε πολύ από τα συνεχή πειράγματα και τις κοροϊδίες των συμμαθητών της, μία μόνιμα κατάσταση που σταδιακά τής προκάλεσε σοβαρά ζητήματα μειωμένης αυτοεκτίμησης. Χαρακτηρισμοί όπως «γουρουνίτσα», «φρικιό» και «ανώμαλη» ήταν μόνο από όσα άκουγε η έφηβη Τζάνις σε όλη τη διάρκεια των μαθητικών της χρόνων. Η ίδια είχε πει πως «Βρισκόμουν πάντα στο περιθώριο. Διάβαζα, ζωγράφιζα, σκεφτόμουν, δεν μισούσα τους μαύρους».
Aπογοητευμένη από τη νέα συνθήκη της ζωή της και μετά από παρότρυνση των γονιών της, οι οποίοι αντιλήφθηκαν γρήγορα την εξάρτηση της από τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, η Τζόπλιν επέστρεψε στο Τέξας και σχεδίαζε να παντρευτεί έναν προγραμματιστή της IBM.
Στο κολέγιο τα πράγματα έγιναν μόνο χειρότερα. Την πρώτη χρονιά η τραγουδίστρια ψηφίστηκε από τους συμφοιτητές της ως «ο πιο άσχημος άντρας ολόκληρου του κολεγίου», γεγονός που λέγεται ότι καταράκωσε την ψυχολογία της. Λίγους μήνες μετά, η μελλοντική frontwoman των Big Brother & The Holding Company και η σημαντικότερη γυναικεία φωνή που πέρασε από το ροκ εν ρολ, άφησε πίσω της το Τέξας και έφυγε για το Σαν Φρανσίσκο, αναζητώντας νέους κοινωνικούς κύκλους και μία νέα ζωή. Κάνοντας ωτοστόπ και έχοντας στη βαλίτσα της τις συλλογές των αγαπημένων της Beat ποιητών, αλλά και τα 45αρακια της Bessie Smith και της Ma Rainey, η Τζόπλιν θεωρούσε πως έκανε πρώτο, καθοριστικό βήμα προς την ευτυχία, αλλά έπεφτε πολύ έξω.
Στο Σαν Φρανσίσκο του 1963 η Τζάνις γνωρίζει τον κιθαρίστα των Jefferson Airplane, Jorma Kaukonen, και μαζί ηχογραφούν μία σειρά από διασκευές μπλουζ κομματιών – άλλωστε στην καρδιά της Τζόπλιν αυτή η μουσική είχε πάντα τον σημαντικότερο ρόλο, ήταν η έμπνευση της και η ταινία που ήθελε να γίναι και η ίδια τραγουδίστρια. Την ίδια χρονιά συλλαμβάνεται για κλοπή σε σούπερ μάρκετ, ενώ αναπτύσει εθισμό στις αμφιταμίνες, τα ψυχεδελικά χάπια και την ηρωίνη. Παράλληλα δεν πηγαίνει πουθενά χωρίς το αγαπημένο της ποτό, το ουίσκι Southern Comfort, το οποίο με τα χρόνια έγινε το αγαπημένο σήμα κατατεθέν της. «Στο Σαν Φρανσίσκο δεν είχα πολλούς φίλους και αυτούς που είχα δεν τους γούσταρα,» θα πει 5 χρόνια αργότερα η τραγουδοποιός στο περιοδικό Rolling Stone.
Aπογοητευμένη από τη νέα συνθήκη της ζωή της και μετά από παρότρυνση των γονιών της, οι οποίοι αντιλήφθηκαν γρήγορα την εξάρτηση της από τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, η Τζόπλιν επέστρεψε στο Τέξας και σχεδίαζε να παντρευτεί έναν προγραμματιστή της IBM, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε συνεδρίες με έναν ψυχαναλυτή, τον Bernard Giarritano. Ήταν εκείνος που τελικά την έπεισε ότι αυτό που πραγματικά έπρεπε να κάνει ήταν να συνεχίσει να επιδιώκει μία καριέρα στη μουσική. Όταν εκείνη του είπε πως φοβόταν μην κυλήσει και πάλι στα ναρκωτικά, ο Giarritano επέμενε ότι δεν ήταν απαραίτητο να κάνει κανείς χρήση ναρκωτικών για να έχει μία πετυχημένη πορεία στη μουσική βιομηχανία. Στην περίπτωση της Τζάνις έπεσε έξω.
Το 1965 η Τζόπλιν άρχισε να ηχογραφεί πάλι μερικά τραγούδια με την κιθάρα της. Λίγο καιρό μετά αυτές οι ηχογραφήσεις έφτασαν στα αυτία του συγκροτήματος Βig Brother and the Holding Company, που εκείνη την εποχή αναζητούσε τραγουδίστρια με μπλουζ καταβολές. Λέγεται ότι όταν η Τζάνις πήρε την απόφαση να πει το «ναι» στην πρόταση τους και να επιστρέψει στο Σαν Φρανσίσκο για να γίνει μέλος του γκρουπ, ταξίδεψε με αυτοκίνητο από το Όστιν του Τέξας μέχρι το πατρικό της στο Πορτ Άρθουρ για να πει η ίδια τα νέα στους γονείς της και να τους διαβεβαιώσει ότι δεν θα έπεφτε και πάλι στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Μέχρι το 1969 η υπερδιάσημη πια τραγουδίστρια ξόδευε καθημερινά περίπου 200 δολάρια για ηρωίνη και περίπου 75 για τις απαραίτητες, ημερήσιες προμήθειες της σε μπουκάλια Southern Comfort.
«Αν μείνω εδώ θα γίνω μία νοικοκυρά και μητέρα και τίποτα παραπάνω. Ακριβώς όπως όλες οι υπόλοιπες γυναίκες του Πορτ Άρθουρ,» φέρεται να έλεγε η Τζόπλιν στον ψυχαναλυτή της πριν αποφασίσει να επιστρέψει στο Σαν Φρανσίσκο, αναζητώντας από την αρχή μία καριέρα στη μουσική, αλλά πάνω απ’ όλα τον εαυτό της. Αυτή τη φορά τα κατάφερε. Σχεδόν μέσα σε μία νύχτα η Τζάνις έγινε μία από τις σημαντικότερες μορφές του παγκόσμιου ροκ εν ρολ, μία υπερταλαντούχα, συγκινητική φιγούρα που προκαλούσε ανατριχίλες στο κοινό με την βαθιά, χαρακτηριστική φωνή της. Μία βασανισμένη, μπλουζ ιερομάρτυρας που σημάδεψε για πάντα την κουλτούρα της ροκ και της φολκ σκηνής και έφερε ρίγη στον κόσμο τη στιγμή που θέρισε με την παρουσία της και το στιβαρό της βήμα τη σκηνή του Γούντστοκ.
Ήταν πια αδιαπραγμάτευτο: Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, η Τζόπλιν ήταν η σημαντικότερη γυναίκα στην παγκόσμια μουσική σκηνή και καμία άλλη δεν μπορούσε ούτε καν να διανοηθεί ότι μπορεί να τη φτάσει. Το ασυμβίβαστο πνεύμα της, ο μοναδικός τρόπος που είχε να εκφράζει πάντοτε τη γνώμη της χωρίς να φοβάται τίποτα, η καλλιέργεια της και το ξεχωριστό της χάρισμα να μιλάει και να εκφράζεται, κέρδιζαν όποιον την είχε απέναντι του και ξεπερνούσαν κατά πολύ το μοναδικό πράγμα που η ίδια στην κυριολεξία έτρεμε: το γεγονός ότι δεν ήταν όσο όμορφη θα ήθελε να είναι. Ο αστικός μύθος υποστηρίζει ότι η τεράστια επιτυχία δεν κατάφερε ποτέ να αντισταθμίσει μέσα στην ψυχή της Τζάνις την χαμηλή της αυτοπεποίθηση, το ότι ποτέ δεν έπαψε να πιστεύει ότι είναι άσχημη και καθόλου ελκυστική.
Παρόλα αυτά η μουσικός που έφυγε από τη ζωή στα 27 της χρόνια, είχε αποφασίσει ότι δεν θα δεχόταν ξανά στη ζωή της κανένα είδος εκφοβισμού ή καταπίεσης από τους άντρες και ότι θα κόβει από την αρχή τον αέρα σε όποιον δεν της φερόταν με τον τρόπο που η ίδια επιθυμούσε. Αν και οι φήμες υποστηρίζουν πως πολλές φορές υπήρξε υστερική με πολλούς συντρόφους της, οι οποίοι δεν ήθελαν να συνεχίσουν την ερωτική τους σχέση μαζί της, υπάρχει μία ιστορία αυθεντικά απολαυστικού τσαμπουκά από μέρους της, το βράδυ που ο Τζιμ Μόρισον θεώρησε ότι θα ήταν υπερβολικά εύκολα για εκείνον να τη ρίξει στο κρεβάτι.
Όλα συνέβησαν το 1969 όταν ο παραγωγός της Τζόπλιν, αλλά και των Doors, Πολ Ρόθτσιλντ, αποφάσισε να γνωρίσει την Τζάνις στον υπέρλαμπρο, σούπερ σέξι Μόρισον γιατί «θεωρούσε ότι αυτό θα ήταν το τέλειο ταίριασμα» . Αυτή ήταν η κορυφαία γυναίκα του ροκ, εκείνος ο κορυφαίος άντρας του ροκ. Ήταν ο βασιλιάς και η βασίλισσα. Είχαν ακόμα και την ίδια ακριβώς ηλικία. Τι θα μπορούσε αν είναι πιο ταιριαστό από αυτό; Κάπως έτσι πρέπει να είχε σκεφτεί εκείνη τη νύχτα ο ισχυρός άντρας της μουσικής, που πήρε μαζί του την Τζόπλιν σε ένα πάρτι για να την γνωρίσει στον Τζιμ. Στην αρχή όλα κύλησαν ιδανικά με το επίδοξο ζευγάρι να δείχνει ξετρελαμένο από τη γνωριμία. Ο Ρόθτσιλντ είπε αργότερα ότι ο Μόρισον έπαθε την πλάκα του την στιγμή που είδε την Τζάνις και ότι καταγοητεύτηκε από το σπινθηροβόλο βλέμμα της και την εξυπνάδα της. «Την θεώρησε ένα αληθινά συγκλονιστικό κορίτσι,» είχε πει ο παραγωγός και καλός φίλος και των δύο σε μεταγενέστερη συνέντευξη του.
Στην πορεία της βραδιάς, όμως, τα πράγματα στράβωσαν. Ο Μόρισον ήπιε πάρα πολύ και άρχισε να χάνει τον έλεγχο των πράξεων του, πέφτοντας πάνω στην Τζάνις και αγγίζοντας την με τρόπο που δεν της άρεσε καθόλου. Σιγά-σιγά ο αρχικός ενθουσιασμός χάθηκε και η Τζόπλιν είπε στον Ρόθτσιλντ ότι θέλει να φύγουν αμέσως από το πάρτι. Εκείνος συμφώνησε και οι δυο τους κατευθύνθηκαν προς το αυτοκίνητο του Πολ. Και τότε έγινε. Ο Τζιμ, ο οποίος προφανώς δεν είχε συνηθίσει να δέχεται την απόρριψη από μία γυναίκα έγινε έξαλλος και ακολούθησε τη Τζόπλιν στο αυτοκίνητο. Αυτόπτεις μάρτυρες του περιστατικού είχαν πει ότι κυριολεκτικά της όρμηξε και την άρπαξε από τα μαλλιά, προσπαθώντας να την πάρει μαζί του. Με μία αυτόματη, ακαριαία κίνηση η τραγουδίστρια έβαλε το χέρι στον πάτο της τσάντας της και τράβηξε έξω ένα άδειο μπουκάλι Southern Comfort, χτυπώντας τον με δύναμη στο κεφάλι. Μέχρι εκείνος να μπορέσει να αντιδράσει, η Τζόπλιν είχε γίνει καπνός.
Το ασυμβίβαστο πνεύμα της, ο μοναδικός τρόπος που είχε να εκφράζει πάντοτε τη γνώμη της χωρίς να φοβάται τίποτα, η καλλιέργεια της και το ξεχωριστό της χάρισμα να μιλάει και να εκφράζεται, κέρδιζαν όποιον την είχε απέναντι του και ξεπερνούσαν κατά πολύ το μοναδικό πράγμα που η ίδια στην κυριολεξία έτρεμε: το γεγονός ότι δεν ήταν όσο όμορφη θα ήθελε να είναι
Στις 4 Οκτωβρίου του 1970 η Τζάνις βρέθηκε νεκρή στο σπίτι της στο Σαν Φρανσίσκο μετά από υπερβολική δόση ηρωϊνης. Εκείνη την ημέρα την περίμεναν για ηχογράφηση στο στούντιο, μα δεν εμφανίστηκε ποτέ. Λίγους μήνες μετά, στις 3 Ιουλίου του 1971, και ο Τζιμ Μόρισον εντοπίστηκε νεκρός στη μπανιέρα του, στο Παρίσι. Ήταν και οι δύο μόλις 27 χρονών.
Δείτε ένα βίντεο για τη ζωή της Τζάνις Τζόπλιν: