Ο Αυστραλός τραγουδοποιός απάντησε με 10 μόλις λέξεις, αλλά τα είπε όλα.
Η πλατφόρμα που έχει εγκαινιάσει ο Νικ Κέιβ με σκοπό να συνομιλεί, να απαντά σε ερωτήσεις και να ανταλλάσει απόψεις με τους θαυμαστές του σε όλο τον κόσμο έχει γίνει αρκετές φορές αιτία για μερικές βαθιά συγκινητικές στιγμές, αφού αρκετοί είναι εκείνοι που έχουν θελήσει να μοιραστούν με τους αγαπημένο τους καλλιτέχνη κάτι που τους απασχολεί. Παράλληλα και ο Αυστραλός τραγουδοποιός έχει κάνει μέσω της συγκεκριμένης σελίδας σημαντικές εξομολογήσεις στο κοινό του.
Αυτή τη φορά ένας Έλληνας, ο Στάθης, στέλνει γράμμα στο The Red Hand Files, για να μοιραστεί με τον Κέιβ κάτι βαθιά συναισθητικό και συγκινητικό που έχει βιώσει πρόσφατα.
Το γράμμα του Στάθη:
«Σκεφτόμουν πόσο θα ήθελα να μπορώ να σου γράψω αυτή την ιστορία στα ελληνικά, τη μητρική μου γλώσσα.
Τον Ιούνιο ένας από τους καλύτερούς μου φίλους πέθανε ξαφνικά στα 46. Ήταν φίλος μου στα ταξίδια στη θάλασσα για περίπου 20 χρόνια, από όταν ήμουν 18. Έχουμε αρμενίσει πάνω-κάτω το Αιγαίο για πολλά μίλια. Είχαμε νοικιάσει ένα γιοτ για όλο τον Αύγουστο, μόνοι μας, για να ταξιδέψουμε στο έρημο, ελέω Covid, Αιγαίο. Θα παντρευόταν τον Σεπτέμβρη και αυτό υποτίθεται πως θα ήταν το δικό μας, παράξενο, πνευματικό μπάτσελορ πάρτυ. Θα παίρναμε μαζί τη μουσική μας, τα βιβλία μας και τα ναρκωτικά μας. Και θα πηγαίναμε όπου φυσούσε ο άνεμος. Όταν ήρθε ο Αύγουστος, αποφάσισα να κάνω το ταξίδι μόνος μου. Καρφίτσωσα μια φωτογραφία του Φώτη στο πιλοτήριο και ξεκίνησα μόνος μου, αν και πολλοί φίλοι ήθελαν να έρθουν μαζί. Αλλά δεν ήθελα παρέα. Ένιωθα σαν τον Αχάμπ που ξεκινούσε ένα καταραμένο ταξίδι. Νόμιζα πως μπορούσα χωρίς κανέναν.
Μου πήρε τέσσερις ολόκληρες δισκογραφίες. Τη δική σου, των Pink Floyd, των Radiohead και του σπουδαιότερου Έλληνα του 20ου αιώνα, του Σαββόπουλου. Και δύο βιβλία: το Μόμπι Ντικ του Μελβίλ και την Οδύσσεια του Ομήρου.
Μια βδομάδα μετά συνέβη το εξής. Έκανα νυχτερινή βαρκάδα, πάντα μου άρεσε. Είχε ελαφρύ, ούριο άνεμο και δεν υπήρχε στεριά ή άνθρωποι στον ορίζοντα. Κανένας ήχος μηχανής, παρά μόνο τα πανιά που χτυπούσαν απαλά στον άνεμο και το σκοινί που έπλεε ήρεμα στο νερό. Διέσχιζα ένα μεγάλο θαλάσσιο άνοιγμα ανατολικά, από τη Μύκονο στην Πάτμο. Ο γαλαξίας έλαμπε από πάνω μου σαν στέμμα της ανθρωπότητας. Το Ghosteen έπαιζε στα ηχεία. Έπινα τον καφέ μου και το πρωινό μου τσιγαριλίκι (ελπίζω να μην το μοιραστείς αυτό με την ελληνική ακτοφυλακή!), μόνος μου, στο πρώτο φως της ημέρας.
Όπως ο ήλιος άρχισε να ανατέλλει από τον ορίζοντα (όσο κατευθυνόμουν ανατολικά), μπήκε το “Galleon Ship”. Στάθηκα ολομόναχος να παρατηρώ τα πλοία να αρμενίζουν “σαν φαντάσματα στον πρωινό ήλιο”.
Λύγισα. Ήμουν φορτισμένος. Έπεσα στα γόνατα. Ήμουν γονατιστός στο πιλοτήριο, στο σούρουπο, κινούμενος αργά προς τον ήλιο, έχοντας βάλει τα κλάματα. Το πιο κοντινό σε προσευχή που μπορεί να βιώσει κάποιος που δεν πιστεύει.
Και μετά, φυσικά, είναι ο τρόπος που έχεις δουλέψει τον δίσκο, το Ghosteen άρχισε να μου μιλάει.
Είμαι πίσω σου
Είμαι πίσω σου
Ψάξε με
Ξαφνικά, όλα έβγαζαν νόημα. Μπορούσα να νιώσω και να δω το Ghosteen. Όλοι τραγουδούν για να είναι ελεύθεροι. Μπορούσα σχεδόν να νιώσω όσα υπήρξαν και όσα θα έρθουν. Όλα ξαφνικά έκαναν κλικ στο κεφάλι μου. Η απώλεια ήταν εντάξει. Ήταν απλά μέρος του παιχνιδιού. Η ομορφιά είχε έρθει στο προσκήνιο. Ένιωσα ανάταση και χαμογέλασα στον ήλιο που ανέτελλε.
Άρα, υποθέτω πως αυτό που προσπαθώ να πω είναι:
1) Θέλω να ξέρεις ότι μπορώ να δω και να νιώσω το Ghosteen. Θα είναι μαζί μου για πάντα. Μέχρι να κλείσω τα μάτια μου.
2) Σε ευχαριστώ.
Στάθης, Αθήνα, Ελλάδα»
Kαι η υπέροχη απάντηση του Κέιβ:
«Αγαπητέ Στάθη,
Οι Έλληνες είστε οι καλύτεροι.
Με αγάπη, Νικ.»
Με πληροφορίες από womantoc