Ο Νότης Λαλαΐτης, πέθανε σε ηλικία 75 ετών στις 2 Νοεμβρίου του 2020.
Στη μακροχρόνια, μουσική πορεία του ο Nότης Λαλαΐτης υπήρξε οργανίστας των θρυλικών Idols, αλλά και μέλος στο συγκρότημα του Ντέμη Ρούσου, με τον οποίο τον συνέδεε βαθιά φιλιά και τον οποίο ακολούθησε στο εξωτερικό
Υπήρξε όμως και καλλιτεχνικός διευθυντής των θεατρικών δρώμενων του Πολιτιστικού και Πνευματικού Κέντρου “Δήλια Δρώμενα” με έδρα του το Δήλεσι Βοιωτίας από την ίδρυσή του, το 2011, έως σήμερα. Ακόμη ήταν σπουδαίος piano-bar entertainmer με εμφανίσεις σε αρκετά νυχτερινά μαγαζιά και ξενοδοχεία έως τα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Ο Νότης Λαλαΐτης γεννήθηκε στις 2 Μαρτίου 1945 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Εκεί τελείωσε το 6o Γυμνάσιο και ως μαθητής ακόμη σχημάτισε το πρώτο συγκρότημά του, 7 Άσσοι. Στα 18 του χρόνια ήρθε στην Αθήνα.
Το 1964 κι ενώ σπούδαζε στην Ανωτάτη Σχολή Ναυπηγών στον Πειραιά, αποδέχθηκε την πρόσκληση του κιθαρίστα Αντώνη Γιούλη, στενού φίλου του και γείτονά του έως τώρα στα Κάτω Πατήσια, και σχημάτισαν μαζί τους Idols, ένα από τα πιο πετυχημένα και μακροβιότερα ελληνικά συγκροτήματα που σχηματίστηκαν στα 60s που έγραψαν με χρυσά γράμματα το όνομά τους στην ιστορία της ποπ μουσικής στην Ελλάδα και λατρεύτηκαν από τους τηνέιτζερς της εποχής, όσο λίγα.
Ήταν ο στυλοβάτης των Idols σε όλη τη φάση τους έως το 1975, δεν έλειψε από καμιά σύνθεση τους, αλλά και τις κατά καιρούς επανασυνδέσεις τους ως σήμερα.
Σε παλαιότερη συνέντευξη του στο σάιτ Ogdoo.gr, o Νότης Λαλαΐτης ειχε μιλήσει για τη ζωή του, την αγάπη του για τη μουσική, τη μοναδική σχέση του με τον Ντέμη Ρούσο και για τη χρυσή εποχή κατά την οποία οι Idols είχαν κατακτήσει την ελληνική σκηνή, παίζοντας στα μεγαλύτερα και πιο λαμπερά μαγαζιά της Αθήνας: από την καλοκαιρινή Aθηναϊα μέχρι το ABC.
Γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Μόλις έβγαλα το γυμνάσιο εκεί, ήρθα στην Αθήνα. Εξατάξιο σχολείο, αυστηρό και αν δεν μάθαινες αρχαία δεν είχε κόλπα. Στην Πέμπτη γυμνασίου δώσαμε εξετάσεις, αραβικά, ενώπιον της αιγυπτιακής κυβέρνησης. Δηλαδή την ημέρα των εξετάσεων εξαφανίστηκαν από στο σχολείο όλοι οι καθηγητές μας και ήρθαν άγνωστες φάτσες από την κυβέρνηση! Και 20 να είχες σε όλα τα μαθήματα, αν δεν περνούσες στ’ αραβικά έμενες στην ίδια τάξη. Διάβαζα εφημερίδα έτσι, από τα δεξιά προς τ’ αριστερά. Τώρα τα ‘χω ξεχάσει. Θυμάμαι μόνο να γράφω τ’ όνομά μου. Στην Αίγυπτο ζούσαν Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι γι’ αυτό ήμασταν υποχρεωμένοι να μάθουμε πολλές γλώσσες, να είμαστε πολύ κοινωνικοί. Πάντα με ενδιέφερε το what’s going on all around (τι συμβαίνει γύρω). Υπήρχαν και αράπικες συνοικίες, πολύ φτωχές. Θυμάμαι τον Άχμετ, οικιακός βοηθός, ένα θηρίο μέχρι εκεί πάνω, που με ήξερε από μωρό, ο οποίος βοηθούσε τη γιαγιά στο σπίτι. Μετά από χρόνια που πήγα με τον Ντέμη Ρούσσο στην Αλεξάνδρεια, στο κατάστημα της θείας μου, ένα πολύ μεγάλο και γνωστό, το Ελίτ που υπάρχει ακόμα και λειτουργεί, είδα ένα γεροντάκι που μόλις με είδε τον έπιασαν τα κλάματα. Χαουάγκα Νότη: Κύριε Νότη, δηλαδή. Ήταν ο Άχμετ! Παρ’ ότι τον κρατούσε η θεία μου έτρεξε κι έπεσε στην αγκαλιά μου κι εγώ έμεινα άφωνος. Είχα και μαλλούρα, αλλά με αναγνώρισε… για κάτσε να τα κάνουμε να πετάξουν… (Εκείνη την στιγμή ο Νότης Λαλαΐτης τραβάει το κορδονάκι δύο γλάρων που ήταν πάνω από το κεφάλι μας κι αρχίζουν να ανοιγοκλείνουν τα φτερά τους…)
Όταν έδωσα εξετάσεις στο ωδείο στην Αλεξάνδρεια, το οποίο ήταν παράρτημα του Ωδείου Αθηνών, τότε ζούσε ο Μανώλης Καλομοίρης. Είχε άσπρα μαλλιά. Ερχόταν, λοιπόν, εκεί για τις εξετάσεις. Όταν έπαιξα στο πιάνο τα τρία – τέσσερα κομμάτια στο πιάνο που μου είχε υποδείξει ο δάσκαλός μου, από μόνος μου πήρα την πρωτοβουλία κι έπαιξα την Comparsita. Όταν τελείωσα μου είπε: Νότη, αυτό δεν είναι κλασσικό κομμάτι, αλλά το ‘παιξες τόσο καλά, θα σου βάλω 10. Ήμουν καλός μαθητής στο σχολείο, έπαιζα συνέχεια πιάνο και η μπάλα από κάτω.
Η θέση μου στο ποδόσφαιρο ήταν αριστερό μπακ γιατί είμαι αριστεροπόδαρος. Έπαθα ζημιά από μια κλωτσιά που έφαγα, σπάσανε κάτι ίνες. Πάω σπίτι να βγάλω την κάλτσα και το όλο πόδι μου ήταν κόκκινο. Νεκρό αίμα. Τα παράτησα τότε και το έριξα στο μπάσκετ. Ποδόσφαιρο έπαιζα την εποχή που ήμουν στο γυμνάσιο. Στην Αλεξάνδρεια. Εκεί δεν είχε αλάνες, είχαμε τα «αραπάκια» που έπαιζαν ξυπόλητα. Παίζαμε στην Αθλητική Ένωση, που είχε μόνο Έλληνες, σε κανονικό γήπεδο, αλλά με χώμα. Δεν ήταν… Γουέμπλεϊ !
Έχω πάει δύο φορές στο γήπεδο. Την πρώτη φορά στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας στο πρωτάθλημα ΣΙΣΜ (διεθνής ποδοσφαιρική διοργάνωση μεταξύ των Εθνικών Ομάδων Ενόπλων διαφόρων χωρών) για να δω και την Εθνική Αιγύπτου, την εποχή που έπαιζε ο Τάκης Παπαεμμανουήλ στην Εθνική Ελλάδος. Και μία φορά στο Καραϊσκάκη που έπαιζε ο Παναθηναϊκός με την Νάσιοναλ Μοντεβιδέο στον τελικό του Διηπειρωτικού Κυπέλλου του 1971 (1-1 το τελικό σκορ), μετά τον τελικό του Γουέμπλεϋ, αντικαθιστώντας τον Άγιαξ που δεν κατέβηκε να παίξει. Στο ματς αυτό τραυματίστηκε μπροστά μου, πολύ άσχημα, ο Τομαράς κι έσπασε το πόδι του. Ακούστηκε το κρακ! Θυμάμαι το φορείο που τον μετέφεραν και ο γιατρός του κρατούσε το πόδι που είχε γίνει δυο κομμάτια. Είχε βουβαθεί όλο το γήπεδο, δεν ακουγόταν ούτε ανάσα. Όλοι καταλάβαμε ότι είναι σοβαρό το περιστατικό. Όπως κατάλαβες είναι Παναθηναϊκός, αλλά δεν παρακολουθώ πια μπάλα.
Μετά τον Φαρούκ, τον βασιλιά, ανέλαβε ο Ναγκίπ και μετά ο περίφημος Νάσσερ, ο οποίος κάποια στιγμή εθνικοποίησε όλες τις δουλειές. Τότε σφίξανε τα πράγματα. Έπεσε τότε ακριβώς, τη στιγμή που τελείωσα το σχολείο. Έτσι έφυγα πρώτος – η οικογένειά μου έμεινε στην Αίγυπτο – και έμενα σε κάτι θείες μου, που είχαν έρθει από την Αίγυπτο, αδερφές του πατέρα μου. Έφερα και το πιάνο μου μαζί. Προσαρμόστηκα αμέσως και είχα το νου μου στα μαθήματά. Με φιλοξένησαν για ένα – δύο χρόνια. Έμενα πίσω από τη Ριζάρειο Σχολή στο Χαλάνδρι και από τις 4 η ώρα το πρωί άκουγα τα παπαδάκια. Κάθε πρωί ξυπνούσα στις 7, έπαιρνα το λεωφορείο Βριλησσίων και κατέβαινα Πειραιά, στην Ανωτάτη Σχολή Ναυπηγών. Ακόμη τότε δεν υπήρχε έδρα ναυπηγική στο Πολυτεχνείο. Τέσσερα χρόνια αυτή η δουλειά. Μετά τον πρώτο χρόνο σπουδών με κάλεσε ο Αντώνης ο Γιούλης στους Idols. Από τον Πειραιά, μετά την σχολή, έπαιρνα τον ηλεκτρικό και κατέβαινα Κηφισιά που ήταν το Όττο κλαμπ, όπου κάναμε πρόβες και μετά είχαμε πρόγραμμα με τους Idols. Μετά τον δεύτερο – τρίτο καφέ αλλάζαμε και βάζαμε μια στολή, σαν κι αυτή των Beatles, σκούρο σακάκι με λιβρέα εδώ πάνω στο λαιμό, πράσινη. Το έχω φυλάξει! Παίζαμε κι όταν γύριζα σπίτι αργά, έπρεπε να κάνω σχέδιο ναυπηγικό. Αν μου έλεγε κάποιος σήμερα σου δίνω ένα εκατομμύριο να το κάνεις για δυο μέρες αυτό, θα του ‘λεγα «τρελός είσαι»! Πώς το κατάφερα; Γιατί είχα τρέλα και με τη ναυπηγική και με τη μουσική. Όταν τελείωσα τη σχολή πήρα πτυχίο δια αλληλογραφίας με το Stanford Connecticut USA. Με παρακάλεσαν να τους στείλω όλη τη διπλωματική μελέτη που είχα κάνει. Μου έβαλαν 10 στα 10! Όταν έφτανα στις τελικές εξετάσεις ήμουν με τον Ντέμη κι είχα μαζί μου μια τσάντα με όλα τα ναυπηγικά μέσα. Πολλές φορές όταν κάναμε περιοδείες με τον Ντέμη στην Ευρώπη είχε ένα πούλμαν που ήταν μισό φορτηγό και το άλλο μισό είχε τρεις κουκέτες, καθίσματα και σαλονάκι, δεξιά κι αριστερά.
Μεγάλη υπόθεση η φιλία μου με τον Ντέμη. Το μεγαλύτερο δώρο που μου έχει κάνει ο Ντέμης επί 7 χρόνια να γυρίσω όλο τον κόσμο. Κάθε μήνα ταξιδεύαμε σε διάφορες χώρες κι ερχόμουν σε επαφή με διαφορετικές κουλτούρες. Γυρίσαμε όλη την Αγγλία, πήγαμε στο Δουβλίνο, στο Παρίσι για μια μέρα, αλλάζαμε τσάντα και πετούσαμε για Μέση Ανατολή, Κουβέιτ. Κάναμε ντουζ και βγαίναμε έξω με 45 βαθμούς υπό σκιάν! Μέναμε στα καλύτερα ξενοδοχεία. Μέσα στο συμβόλαιο του Ντέμη ήταν σουίτα, αν δεν υπήρχε σουίτα στο ξενοδοχείο, πήγαινε σε άλλο. Στη Σκανδιναβία 45 βαθμούς… μείον. Στον Καναδά φορούσα μπότες ψηλές ως το γόνατο και όταν φτάσαμε με το αεροπλάνο, το αεροδρόμιο ήταν σκεπασμένο με κάτι μπάλες από πάγο! Πραγματικός φίλος. Δεν θα ξεχάσω ποτέ που ήρθε να με παραλάβει από το αεροδρόμιο του Παρισιού με τον σοφέρ του, τον Μισέλ και κοίταζαν όλοι. Ήταν πασίγνωστος τότε. Φορούσε κάτι σαν γούνα με κρόσσια, είχε γένια, μαλλιά και μπότες. Αμέσως με αγκάλιασε και με υποδέχθηκε με τον καλύτερο τρόπο. Μου είχε βρει διαμέρισμα να μείνω. Ούτε αδερφός… Και στις περιοδείες όταν ήθελε να μου πει κάτι που δεν ήθελε να το ακούσουν οι άλλοι, μιλούσαμε αράπικα. Στην Ισπανία ξεκινήσαμε Αλικάντε, πήγαμε Βίκο, από τη μία άκρη της στην άλλη σε κάθε συναυλία γιατί δεν υπήρχαν άδεια θέατρα να πάρουμε με τη σειρά τα μέρη. Η μόνη χώρα που δεν βλέπαμε την ώρα να φύγουμε, ήταν η Γερμανία. Ώσπου να πάμε στα καμαρίνια ν’ αλλάξουμε μετά το σόου και να βγούμε έξω, ερημιά το θέατρο, ερημιά ο δρόμος. Και αναρωτιόμασταν: εμείς παίξαμε εδώ; Δεν υπήρχε ψυχή. Είχε πάντα μαζί του ένα νεσεσέρ με ό,τι χρειάζεται για το λαιμό. Ποτέ δεν κάπνισε τσιγάρο, ούτε δυναμωτικό. Ποτέ. Με τον Ντέμη έχουμε παίξει μαζί και στο γυμνάσιο, σε επιθεώρηση. Ήταν το έργο «Η Κοινωνία Τρελάθηκε» ενός Αιγυπτιώτη. Εγώ έπαιζα πιάνο και ο Ντέμης έκανε τα δικά του. Ήμασταν γείτονες στην Αλεξάνδρεια. Έμενε, να, εκεί απέναντι που είναι το μπαλκόνι που βλέπουμε τώρα (μου δείχνει κάποιο κοντινό). Πηγαίναμε μαζί και σχολείο. Ο Ντέμης ήταν ένα χρόνο μικρότερός μου και πήγαινε σε μικρότερη τάξη. Κάθε χρόνο οι απόφοιτοι κάτι παρουσιάζανε. Έχω παίξει και ηθοποιός, στον Βρικόλακα, με μουστάκι. Κι έρχεται ο διευθυντής και μου λέει: τι είναι αυτό; Μουστάκι. Να έρθει η μητέρα σου… Ήταν πολύ αυστηρό σχολείο, αλλά μάθαμε γράμματα. Όταν ανοίγω τώρα την τηλεόραση κι ακούω να μιλάνε, λέω τι είναι αυτοί; Άσε με.
Ο πατέρας μου δούλευε χρόνια σε ναυτιλιακά. Η μητέρα μου είχε ασχοληθεί πολύ με τον προσκοπισμό. Ελληνίδα οδηγός. Συνέχισε μετά και στην Ελλάδα κι έφτασε ψηλά σε βαθμίδα σε παγκόσμιο επίπεδο. Έχουν φύγει και οι δύο. Η μητέρα μου πριν ενάμιση χρόνο, στα 96 της χρόνια, από αναπνευστικό πρόβλημα. Ποτέ δεν μας μάλωσαν. Πότε δεν είδα στο σπίτι ατμόσφαιρα περίεργη, ηλεκτρισμένη. Ποτέ. Ακόμη και τότε που ο πατέρας μου έμεινε ένα μήνα άνεργος με τον Νάσσερ, τότε ήταν που πήρε την απόφαση, να έρθουν κι εκείνοι στην Ελλάδα. Ήταν σαν να μην τρέχει τίποτα. Δεν μου έλειψε τίποτα ποτέ.
Είχα πάει στα Πατήσια, πάλι στις θείες μου που είχαν μετακομίσει και όταν ήρθαν οι δικοί μου από την Αίγυπτο βρήκαμε το σπίτι δίπλα από το δικό μου, εδώ που μιλάμε τώρα, στην οδό Ευγένιου Καραβία στα Κάτω Πατήσια. 1966-67. Όταν ήρθα εδώ, έβλεπα από το μπαλκόνι απέναντι τη θάλασσα κι εκεί το Ήχος και Φως στην Ακρόπολη. Εδώ μπροστά ήταν η αποθήκη του Σαρακάκη, άρα είχαμε ησυχία.
Παίζαμε με τους Idols στην καλοκαιρινή Αθηναία και με πήρε τηλέφωνο: Νότη, γουστάρεις να ‘ρθεις; Πού να έρθω; Είχε φύγει από το συγκρότημά του ο Λάκης Βλαβιανός, φίλος μου, και ο Ντέμης αμέσως με σκέφτηκε. Είχε ξεκινήσει με τους Idols. Είχε μείνει δύο χρόνια με τους αρχικούς Idols. Μετά πήγε στους Minis και μετά στους Stormies, ήταν η εποχή των δολοπλοκιών που λέγαμε τότε. Οι μουσικοί άλλαζαν συνέχεια ορχήστρες. Οι Idols ήμασταν σταθεροί. Ξεκινήσαμε Αντώνης Γιούλης, κιθαρίστας και ιδρυτής των Idols, αυτός με φώναξε να γίνει μέλος τους, Νότης Λαλαΐτης στο όργανο, Νίκος Τσιλογιάννης, ντράμερ και μέλος μετά στα Μπουρμπούλια, Ντίνος Παπαβασιλείου, πιανίστας από την Αλεξάνδρεια που δυστυχώς μας έχει αφήσει, Μανώλης Καβουκλής μπασίστας – είχε ανοίξει μετά ένα δισκάδικο στη Φωκίωνος μαζί με τον Ντίνο Παπαβασιλείου – και ο Τζο Μισά (Jo Michat), τραγουδιστής, ξάδερφος του Ντέμη. 1964 η σύνθεση μας στο Όττο κλαμπ.
Νονά ήταν η Δανάη! Η Δανάη Στρατηγοπούλου, η μεγάλη δόξα του ελαφρού τραγουδιού και μητέρα της Λήδας Χαλκιαδάκη, γνωστή από το ντουέτο Λήδα – Σπύρος. Ένα Σάββατο φτιάξαμε πολλούς κλήρους και γράψαμε επάνω διάφορα ονόματα, που δυστυχώς δεν θυμάμαι πια, αλλά μέσα σ’ όλα ήταν και το The Idols. Οι πελάτες του μαγαζιού τραβήξανε κλήρους και το όνομα που βγήκε τις περισσότερες φορές ήταν το The Idols! Εκείνο το βράδυ είχε έρθει η Δανάη στο κλαμπ, όπου είχαμε καλέσει τη Λήδα να πει ένα τραγούδι. Τότε είχαμε αρχίσει κι εμφανιζόμασταν κανονικά κάθε βράδυ στο κλαμπ αυτό κι έπρεπε να αποκτήσουμε ένα όνομα. Η Δανάη σαν εξέχων πρόσωπο της βραδιάς ανακοίνωσε στο μικρόφωνο, το όνομα που βγήκε περισσότερες φορές γραμμένο στους κλήρους που φτιάξαμε. Έτσι έγινε η νονά των Idols.
Μετά πήραμε το δρόμο μας. Έχουμε παίξει στα καλύτερα κλαμπ, όπως στο ABC στην Πατησίων με τον Γιώργο Πετρίδη τραγουδιστή, τον Βασίλη Κωνσταντινίδη ντραμς, τον Αντώνη Γιούλης κιθάρα και το Βασίλη Παπαβασιλείου από τη Θεσσαλονίκη. Εγώ έπαιζα με το Hammond, το άσπρο, που είδες στην είσοδο του σπιτιού.
Παίζουμε στην καλοκαιρινή Αθηναία, στον Ιππόδρομο, στη Συγγρού. Πρέπει να είναι τέλη ’60 ή αρχές ’70. Είμαστε το βασικό συγκρότημα. Τότε ήταν της μόδας να προσκαλούν περιοδικά διάφορους ξένους καλλιτέχνες στα κλαμπ. Κάποια στιγμή μας λένε ότι θα έρθουν ο Wess και οι Airedales. Την επόμενη μέρα πάμε πιο νωρίς να δούμε τα όργανα και βλέπουμε ότι ήταν όλοι μαύροι, εκτός από τον κιθαρίστα που ήταν Γάλλος. Εκεί βλέπω το Hammond, ένα Condor Spinet. Πολυδουλέμενο όργανο, με λάμπες. Τρελαίνομαι. Είχαν έρθει για ένα μήνα. Από εκείνη τη στιγμή έχω από κοντά τον BB, τον οργανίστα τους. Δεν συζητούσε καν να μου το δώσει. Την ημέρα όμως που θα έφευγαν, πάω και λέω στον πατέρα μου για το Hammond. Πρωί – πρωί καταφθάνω στο ξενοδοχείο που ήταν οι Airedales μ’ ένα φάκελο στη τσέπη που είχε μέσα 25.000 δραχμές. Καλά λεφτά τότε. Κολλαριστά από την τράπεζα. Έφευγαν με το καράβι για Ιταλία. Πάμε στο τελωνείο. Είναι ο αχθοφόρος, ο BB και εγώ και πάμε προς το καράβι, τον Αγαμέμνονα. Όπως πάμε του δίνω το φάκελο. What’s that? (Τι είναι αυτό;). That’s for you, the organ (αυτό για σένα, το όργανο…). It’s yours! (Δικό σου!). Είχαμε φθάσει σχεδόν στην σκάλα του καραβιού! Λέω σ’ ένα πιτσιρικά αχθοφόρο: γυρνάμε πίσω, δείχνοντάς του το όργανο. Με κοιτάζει καλά – καλά σου λέει έχουμε μπλέξει με τρελούς. Τότε ξεβίδωσα το πεντάλ και μπροστά η ράχη είχε ένα σαν καφασωτό και το ‘σκισα. Γυρνώντας ξαναμπήκα στο μικρό τελωνείο και λέω εκεί στον υπεύθυνο: Το βρήκα, δεν ξέρω καν αν παίζει, το πήρα ευκαιρία για το ανιψάκι μου. Τη γλύτωσα πληρώνοντας μόνο 500 δραχμές. Αν πήγαινες στο Νάκα εκείνη την εποχή, που μια ζωή ο Νάκας αντιπροσωπεύει τα Hammond, δεν ξέρω κι εγώ πόσα θα ζητούσε… Βγήκα έξω στο δρόμο και βρήκα μια μοτοσυκλέτα με καλάθι, το βάλαμε δίπλα και να’ ναι καλά ο Αντώνης ο Γιούλης που το φιλοξένησε για τουλάχιστον ένα χρόνο.
Κάποια στιγμή άρχισαν και άλλαζαν τα πράγματα, από δουλειές. Από τους παλιούς Idols είχε μείνει ο Αντώνης ο Γιούλης κι εγώ. Στην τελευταία μας δουλειά ήταν ο Αντώνης, εγώ και δύο άλλα άτομα, ντράμερ ο Τάσος Φωτοδήμος και μπασίστας ο Κώστας Σπυρόπουλος. Μου έκανε τότε το τηλέφωνο ο Ντέμης σε μια περίοδο που δεν εμφανιζόμασταν πουθενά.
Πηγή:ogdoo.gr, womantoc.gr