«Έπινε ολόκληρα μπουκάλια βότκα απλά για να χάσει τις αισθήσεις της»: Ο κολλητός της, Τάιλερ Τζέιμς, περιγράφει σπαρακτικά την περίοδο πριν από το θάνατό της.
Ποιος θα μπορούσε να γνωρίζει καλύτερα την Έιμι Γουάινχαουζ από τον φίλο της, Τάιλερ Τζέιμς, ο οποίος μάλιστα έμεινε μαζί της μέχρι τέλους; Με αυτό το σκεπτικό, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η βιογραφία που έγραψε για την πρόωρα χαμένη τραγουδίστρια και τραγουδοποιό και η οποία αναμένεται να κυκλοφορήσει στις 10 Ιουνίου με τίτλο «My Amy». Σε μια προδημοσίευση στην Daily Mail, ο συγγραφέας και φίλος της περιγράφει, δέκα χρόνια μετά τον θάνατό της, την περίοδο πριν από αυτόν, με σπαρακτικό τρόπο.
«Με την Έιμι ήμασταν κολλητοί από τότε που εκείνη ήταν 12 και εγώ 13 ετών» σχολιάζει o Τζέιμς, επίσης τραγουδιστής και τραγουδοποιός. «Μετά από πολλά τραυματικά χρόνια και προσπάθειες να σώσω την Έιμι, ένιωθα να μου στερεύουν οι ιδέες. Έτσι, κάθε φορά που υποτροπίαζε, πήγαινα να μείνω στο σπίτι της μαμάς μου για δύο, τρεις, τέσσερις μέρες, μέχρι που η Έιμι μου τηλεφωνούσε και με ρωτούσε αν είμαι καλά».
«Την ημέρα πριν από τον θάνατό της, μου τηλεφώνησε την ώρα του μεσημεριανού και μου είπε ότι είχε πιει μόνο λίγα ποτήρια. Μιλήσαμε και μου υποσχέθηκε ότι από την επόμενη μέρα θα έκοβε το αλκοόλ και την πίστεψα. Το ίδιο βράδυ μου τηλεφώνησε, περίπου στις 11, λέγοντας ακατανόητα πράγματα, πολύ μεθυσμένη. Αποκοιμήθηκα στον καναπέ της μαμάς μου. Μου τηλεφώνησε ξανά γύρω στις 2.30 το πρωί αλλά δεν απάντησα. Δεν είχε νόημα – ούτε που θα το θυμόταν την επόμενη μέρα. Έπεσα ξανά για ύπνο».
«Την ημέρα πριν από τον θάνατό της, μου τηλεφώνησε την ώρα του μεσημεριανού και μου είπε ότι είχε πιει μόνο λίγα ποτήρια. Μιλήσαμε και μου υποσχέθηκε ότι από την επόμενη μέρα θα έκοβε το αλκοόλ και την πίστεψα».
Εκείνη την περίοδο συγκατοικούσαν σε ένα σπίτι στην Κάμντεν Σκουέρ. Επιστρέφοντας εκεί ο Τζέιμς είδε ένα ασθενοφόρο αλλά θεώρησε πως θα έκανε ό,τι κάθε φορά: θα τη συνόδευε στην κλινική, η Γουάινχαουζ θα περνούσε εκεί μία εβδομάδα αποτοξίνωσης και θα συνερχόταν. Όταν όμως είδε και ένα δεύτερο ασθενοφόρο να φτάνει, κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ένας νοσοκόμος, τότε, του είπε: «Λυπάμαι, φίλε. Έχει φύγει εδώ και ώρες. Ακόμα και το σώμα της έχει παγώσει». Ο Τζέιμς κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες και λιποθύμησε στην είσοδο.
Γνώριζε, φυσικά, ότι η φίλη του δεν ήταν καλά, αλλά τους τελευταίους μήνες του μιλούσε για τη νηφαλιότητα και το μέλλον. Εκείνος πίστευε λοιπόν ότι η κατάστασή της είχε αρχίσει να βελτιώνεται. Υπήρχαν, πράγματι, κάποιες νηφάλιες μέρες, έως και εβδομάδες. Είχε να πάρει σκληρά ναρκωτικά τρία χρόνια, σύμφωνα με το βιβλίο του, «παρά τα όσα έγραφαν τα ταμπλόιντ». Η φωνή της, που είχε καταστραφεί στο παρελθόν από το κρακ και την ηρωίνη, είχε επανέλθει.
Ο Τάιλερ Τζέιμς, που προερχόταν από οικογένεια του βρετανικού υποκόσμου, κόλλησε με την Έιμι Γουάινχαουζ από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας τους. «Υποφέραμε και οι δύο από κατάθλιψη, άγχος, ανασφάλεια. Το μεγαλύτερο κενό της Έιμι ήταν ο απών πατέρας της, Μιτς. Οι γονείς της είχαν χωρίσει από τότε που εκείνη ήταν εννέα. Ο μπαμπάς της απατούσε τη μαμά της με μια συνάδελφό του. Η Έιμι και ο αδερφός της, Άλεξ, την αποκαλούσαν “η σύζυγος του μπαμπά από τη δουλειά”».
Η Γουάινχαουζ, σύμφωνα με τη μαρτυρία του φίλου της, άρχισε να πίνει από τα 12, ενώ από τότε που τη γνώριζε εκείνος, κάπνιζε χόρτο. Και μετά ήρθε η φήμη, που στην πραγματικότητα εκείνη δεν είχε επιθυμήσει. Το μόνο που ήθελε ήταν να τραγουδάει τζαζ. Ήθελε, επίσης, να κάνει οικογένεια, να παντρευτεί και να αποκτήσει παιδιά. Μια φυσιολογική ζωή. «Η φήμη είναι σαν καρκίνος στο τελικό στάδιο, δεν θα το ευχόμουν σε κανέναν» συνήθιζε να λέει η Γουάινχαουζ στον Τζέιμς.
«Ζούσαμε στην Κάμντεν Σκουέαρ για λιγότερο από έναν χρόνο και μέσα σε εκείνο το διάστημα η Έιμι είχε ξανακυλήσει στο ποτό επτά ή οκτώ φορές. Έπινε ολόκληρα μπουκάλια βότκα απλά για να χάσει τις αισθήσεις της και μετά λιποθυμούσε στον καναπέ. Όταν κάποιος φτάνει σε τέτοιο επίπεδο αλκοολισμού, γίνεται κάποιος άλλος. Σαν να έχει κυριευτεί από δαιμονικό πνεύμα.
«Η φήμη είναι σαν καρκίνος στο τελικό στάδιο, δεν θα το ευχόμουν σε κανέναν» συνήθιζε να λέει η Γουάινχαουζ στον Τζέιμς.
»Αποκαλούσα τον κάποιον άλλο Η Άλλη Έιμι. Μισούσα εκείνο τον άνθρωπο. Με κρατούσε ξύπνιο όλη νύχτα. Κατέβαινε τις σκάλες και κλωτσούσε την πόρτα του υπνοδωματίου μου για να ανοίξει. Μπορεί να ήταν τρεις το πρωί και να κοιμόμουν, αλλά εκείνη θα ούρλιαζε το όνομά μου».
Όπως και το τραγούδι της, «Rehab», δεν πίστευε ότι είχε πρόβλημα με το ποτό και δεν ήθελε να πάει για απεξάρτηση. Ακόμα και όταν συγκεντρώθηκε όλη η οικογένειά της στο σπίτι – ο πατέρας της, ο αδερφός της, ο Τζέιμς, κάποιοι ειδικοί – και προσπάθησαν να την πείσουν να μπει σε κλινική. «Οι γιατροί λένε ότι θα πεθάνεις. Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί» της είπε, προφητικά, ο Τζέιμς, αλλά το μόνο που έκανε αυτή ήταν να του ζητήσει να της δώσει το μπουκάλι με τη βότκα. Απελπισμένος ο κολλητός της, εκτόξευσε το μπουκάλι στον τοίχο και έβαλε τα κλάματα.
Επιτέλους δέχτηκε, και όταν βγήκε από την κλινική ήταν πλέον νηφάλια. Ενόψει όμως μιας ευρωπαϊκής περιοδείας, για την οποία είχε ενδοιασμούς – θα το έκανε μόνο για τα χρήματα – ξανακύλησε. «Δεν αντέχω άλλο να τραγουδάω εκείνα τα τραγούδια που είχα γράψει πριν από πέντε χρόνια» εκμυστηρεύτηκε στον φίλο της. «Γιατί δεν περιμένουν να βγάλω καινούριο άλμπουμ για να έχω πραγματικά κάτι να πω;».
«Οι γιατροί λένε ότι θα πεθάνεις. Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί» της είπε, προφητικά, ο Τζέιμς, αλλά το μόνο που έκανε εκείνη ήταν να του ζητήσει να της δώσει το μπουκάλι με τη βότκα.
Έπινε για πέντε συνεχόμενες μέρες και την ημέρα της περιοδείας ήρθαν και τη φόρτωσαν σε ένα αυτοκίνητο, σχεδόν αναίσθητη από το αλκοόλ. Ήταν τόσο αδύναμη, που την κουβάλησαν στο αεροπλάνο. Φτάνοντας στο ξενοδοχείο όπου θα έμενε, στο Βελιγράδι, δεν καταλάβαινε καν πού βρισκόταν.
Στη συναυλία εκείνο το βράδυ, η ερμηνεία που έδωσε ήταν χάλια. «Προσπαθούσε να τραγουδήσει το Rehab στη σκηνή, αλλά δεν μπορούσε να σταθεί όρθια. Δεν μπορούσε να τραγουδήσει, παραπατούσε, πέφτοντας πάνω στους άλλους τραγουδιστές. Το πλήθος τη γιούχαρε. Έριξαν ένα άρρωστο κορίτσι στο κενό και όλοι την έβλεπαν να πνίγεται μπροστά στα μάτια τους. Πλάνα από τη συναυλία κυκλοφόρησαν σε όλο τον κόσμο κάνοντας την Έιμι να δείχνει ερείπιο».
«Δεν μπορούσε να τραγουδήσει, παραπατούσε, πέφτοντας πάνω στους άλλους τραγουδιστές. Το πλήθος τη γιούχαρε. Έριξαν ένα άρρωστο κορίτσι στο κενό και όλοι την έβλεπαν να πνίγεται μπροστά στα μάτια τους».
Οι συναυλίες συνεχίστηκαν αλλά σύμφωνα με τον Τζέιμς, η Γουάινχαουζ δεν είχε επαφή με το περιβάλλον: δεν ήξερε καν σε ποια χώρα βρισκόταν. Τελικά, η περιοδεία διακόπηκε και επέστρεψε σπίτι.
Την επόμενη φορά που ο Τζέιμς την έπιασε να πίνει, έγινε έξω φρενών. Πήγε στο δωμάτιό της και έκλεισε τη μουσική της – που για την Γουάινχαουζ, ήταν σαν σφαλιάρα. «Είναι προτιμότερο να είσαι ζωντανή και να είσαι απλά η Έιμι παρά να πεθάνεις προσπαθώντας να γίνεις η Έιμι Γουάινχαουζ. Γ…α την Έιμι Γουάινχαουζ, δεν είναι τίποτα παραπάνω από έναν ρόλο» της είπε και την απείλησε ότι θα έφευγε από το σπίτι αν δεν σταματούσε να πίνει.
Λίγες μέρες μετά, του τηλεφώνησε στο σπίτι της μητέρας του και του το υποσχέθηκε. Εκείνη όμως έμελλε να είναι η προτελευταία μέρα της ζωής της.