Ένας μεθυστικός δεκάλογος ενός επώνυμου αλκοολικού που γνώρισε το hangover από πρώτο χέρι. Ένα know how συνταγολόγιο για ανώνυμους αλκοολικούς αλλά και φιλομαθείς αναγνώστες.
«Αυτό είναι το πρόβλημα με το ποτό, σκεφτόμουν καθώς έβαζα ένα ακόμη. Εάν κάτι κακό συμβεί, πίνεις στην προσπάθειά σου να ξεχάσεις. Εάν κάτι καλό συμβεί, πίνεις ώστε να το γιορτάσεις. Αν δεν συμβαίνει τίποτα, πίνεις για να συμβεί».
«Γυναίκες»
«Το πιόμα είναι μια συναισθηματική πράξη. Είναι η ώθηση για να ξεπεράσεις την καθημερινή ρουτίνα, όπου όλα είναι ίδια. Σε τραβάει έξω από το σώμα σου και το νου σου, για να σε πετάξει στον τοίχο. Έχω την αίσθηση ότι το πιόμα είναι μια μορφή αυτοκτονίας, όπου σου επιτρέπεται να επιστρέψεις στη ζωή και να ξαναρχίσεις την επόμενη μέρα. Είναι σαν να σκοτώνεις τον εαυτό σου και να ξαναγεννιέσαι. Φαντάζομαι ότι έχω ζήσει δέκα ή δεκαπέντε χιλιάδες ζωές».
«Μείνε στην μπίρα,
η μπίρα είναι συνεχόμενο αίμα,
ένας διαρκής εραστής»
«Πώς να γίνεις σπουδαίος συγγραφέας»
«Σκέφτομαι ότι χρειάζομαι ένα ποτό
Σχεδόν όλοι χρειάζονται ένα πότο, μόνο που δεν το γνωρίζουν»
«Γυναίκες»
«Μου αρέσει να αλλάζω συχνά κάβες, επειδή οι υπάλληλοι μαθαίνουν τις συνήθειές σου, αν πηγαίνεις νύχτα-μέρα και ψωνίζεις τεράστιες ποσότητες. Μπορώ να αισθανθώ την απορία τους, γιατί δεν έχω πεθάνει ακόμα, σκέψη η οποία με κάνει να αισθάνομαι άβολα. Πιθανότατα δεν έχουν καμία τέτοια σκέψη, αλλά γίνεται κανείς παρανοϊκός, όταν έχει 300 hangover μέσα σε έναν χρόνο».
«Γυναίκες»
«Το μεθύσι ήταν ωραίο πράγμα. Κατέληξα στο συμπέρασμα πως από δω και στο εξής θα μου άρεσε. Εξαφάνιζε κάθε τι το αυτονόητο, και ίσως, αν κατάφερνες να εξαφανίζεις τα αυτονόητα αρκετά συχνά, έπαυες να είσαι αυτονόητος ο ίδιος».
«Τοστ Ζαμπόν»
«Όταν έπινες, ο κόσμος ήταν ακόμα εκεί έξω, τουλάχιστον όμως δεν σε είχε τσακωμένο από το λαιμό».
«Factorum»
«Στο ντουλάπι κάθεται το μπουκάλι μου
σαν νάνος που περιμένει να διαγράψει τις προσευχές μου.
Πίνω και βήχω σαν κάποιος ανόητος σε συμφωνία,
φως του ήλιου και ξετρελαμένα πουλιά υπάρχουν παντού
το τηλέφωνο χτυπά χοροπηδώντας στον ήχο του
εναντίον της ανισότητας της διεστραμμένης θάλασσας
Πίνω βαθιά και πάντα
Πίνω στον παράδεισο
και στο θάνατο
και στο ψέμα της αγάπης».
«Soiree» από την ποιητική συλλογή «You get so alone at times»
«Τι εννοείς όταν λες πως δεν θα τολμούσες να πιεις ακριβώς μετά την αποφυλάκισή σου λόγω μέθης; Τότε είναι που χρειάζεται να πιεις κάτι».
«Factorum»
«Τώρα
ανάβω νέα τσιγάρα
Βάζω περισσότερα
ποτά
Ήταν πάντα μια όμορφη
μάχη
Ακόμα
Είναι»
«Cornered» από την ποιητική συλλογή «The Roominghouse Madrigals»
«Ούτε που ξέρω πόσες μπίρες
έχω κατεβάσει
περιμένοντας να γίνει
κάτι της προκοπής.
Ούτε που ξέρω πόσο κρασί, πόσο ουίσκι,
πόση μπίρα
– μπίρα ιδίως –
έχω κατεβάσει.
Χωρίζοντας με γυναίκες,
περιμένοντας το χτύπημα του τηλεφώνου,
περιμένοντας τον ήχο βημάτων•
και το τηλέφωνο να μη χτυπά
παρά μονάχα όταν είναι πια αργά
και τα βήματα να μη φτάνουν
παρά μονάχα όταν είναι πια αργά.
Όταν κοντεύει το στομάχι να μου βγει
από το στόμα,
έρχονται, φρέσκιες-φρέσκιες, σαν ανοιξιάτικα λουλούδια:
“Μα τι στο διάολο έχεις πάθει;
Έτσι που έγινες θα κάνεις
τρεις μέρες να με γαμήσεις!”
Τα θηλυκά κρατιούνται καλά.
Ζουν επτάμισι χρόνια παραπάνω
από τ’ αρσενικά και πίνουν ελάχιστη μπίρα
μιας και ξέρουν πως κάνει κακό
στη σιλουέτα.
Την ώρα που εμείς τρελαινόμαστε,
εκείνες γυρίζουν,
γελώντας, χορεύοντας
με σκληροτράχηλους καμπόυδες.
Πάει καλά! Υπάρχει και η μπίρα.
Κάργα σακούλες μ’ άδεια μπουκάλια,
κι όταν τραβήξεις κανένα,
τ’ άλλα πέφτουν απ’ το βρεγμένο πάτο
της χαρτοσακούλας,
κατρακυλώντας,
χτυπώντας,
αδειάζοντας γκρίζες στάχτες, νοτισμένες,
κι αποπίματα.
Ή πάνε και πέφτουν στις 4 το πρωί,
κάνοντας το μόνον ήχο
της ζωής σου.
Μπίρα.
Θάλασσες, ποτάμια μπίρα.
Μπίρα, μπίρα, μπίρα.
Το ράδιο παίζει ερωτικά
τραγουδάκια
καθώς το τηλέφωνο σωπαίνει ακόμα,
πάνω-κάτω
και παντού
μονάχα μπίρα»
«Μπίρα» από την ποιητική συλλογή «Η αγάπη είναι ένας σκύλος απ’ την κόλαση»