Της Μαρίας Σκαμπαρδώνη
Η μαμά μου δεν είναι η καλύτερη στο να φτιάχνει γεμιστά, ούτε αντιγράφει τις παραξενιές και την υπερπροστασίας της κλασικής Ελληνίδας μάνας.
Όμως, είναι η καλύτερη και ταχύτερη κατσαριδοσκοτώστρα, εξολοθρεύοντας το πιο μισητό ζωύφιο στην ανθρώπινη ιστορία και κάνοντας εμένα να μετανιώνω που θέλω να μένω μόνη σε σπίτι δικό μου.
Ήρθε ξανά το πιο υπερτιμημένο γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας: το καλοκαίρι.
Ελάτε, φανέλες που κολλάνε σε ιδρωμένα κορμιά, ένας ήλιος που σε καίει ανηλεώς, έντομα που παρελαύνουν σε σπίτια και δρόμους. Τι πιο όμορφο από το να δεις μία κατσαρίδα μέσα στο χάραμα όταν ανοίξεις την πόρτα του μπάνιου..
Θεωρώ το καλοκαίρι υπερτιμημένο, μου προκαλεί ελαφρύ εγκεφαλικό η έκφραση «Ελληνικό καλοκαίρι».
Δεν αντέχω αυτή τη θρασύτατη εισβολή εντόμων στο σπίτι μου, ούτε την ξαφνική προσοχή της αποκρουστικής τους όψης στα μάτια μου.
Η μαμά μου αναλαμβάνει δράση όταν εκσφενδονίζομαι από την καρέκλα μου και τρέχω στο δωμάτιό μου κάθιδρη. Όχι, δεν είναι φάντασμα, όχι δεν είναι άγριο θηρίο. Είναι κάτι χειρότερο. Μία κατσαρίδα.
Ναι, η δική μου μαμά εξοντώνει κατσαρίδες μοναδικά και αυτό το προτιμώ περισσότερο από τα καλύτερα γεμιστά ή κοκκινιστό του κόσμου.
Είναι ο ιδανικός Σβαρτζενέγκερ, σκορπώντας τον τρόμο στο πιο απεχθές έντομο σε ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία.
Είναι ιδανική στο να εξαφανίζει αυτό που παραμένει άκακο, αλλά εξακολουθεί να τρομάζει, να αηδιάζει και να τρομοκρατεί περισσότερο από οποιονδήποτε επίδοξο ταραχοποιό ή σκληρό κακοποιό.
Αυτό που ούτε ο Κάφκα με την μαγική, μελαγχολική πένα του δεν κατάφερε να σε κάνει να αγαπήσεις. Εντάξει, μόνο να συμπαθήσεις μέσα στα πλαίσια της μεταμόρφωσης.
Ναι, η μαμά μου είναι η καλύτερη κατσαριδοσκοτώστρα και γνωρίζω πως μόνη την ώρα της συμφοράς δε βρίσκομαι.
Πώς να αποφασίσω πως το να μένω μόνη, όπως διατείνομαι, είναι η καλύτερη επιλογή που μπορώ να πράξη στη ζωή μου;