Το μήνυμα εστάλη. Ελήφθη. Διαβάστηκε. Δεν απαντήθηκε. Εντάξει, θα απαντηθεί αργότερα. Μπορεί να έχει δουλειά.
Μπορεί να κοιμήθηκε. Μπορεί να είναι έξω. Να είναι με παρέα. Μπορεί να τρώει, βρε παιδί μου. Να είναι στο σινεμά. Μήπως δεν κατάλαβε τι είπα; Ίσως το έσβησε κατά λάθος. Μάλλον έγινε σεισμός. Ή και όχι…
Ας πάρω τηλέφωνο να δω τι παίζει. Λες να έπαθε τίποτα; Η κλήση πραγματοποιήθηκε. Το κινητό χτύπησε. Άλλη μια αναπάντητη. Όχι, δεν είναι λόγω βαρηκοΐας. Τότε γιατί; Η απάντηση είναι απλή και κατανοητή. Δε θέλει να σου απαντήσει. Να σε αποφύγει θέλει. Τελεία και παύλα.
Και ξέρεις κάτι; Δεν είναι καθόλου επιλήψιμο το γεγονός κάποιος να μη θέλει να σου μιλήσει τη δεδομένη στιγμή. Ή να μη θέλει να σου μιλήσει ποτέ. Είναι εντελώς αποδεκτό ακόμα και να μη σε χωνεύει, να μη θέλει να σε βλέπει μπροστά του. Δικαίωμά του και γούστο του καπέλο του.
Το πρόβλημα είναι αλλού κι είναι σοβαρό. Κάποιος, κάπου, για κάποιο λόγο, πήρε στα χέρια του αυτό το καταραμένο το μαραφέτι ονόματι κινητό κι αφιέρωσε ένα, πέντε, δέκα λεπτά να γράψει κάτι. Δεν έχει σημασία τι ακριβώς. Ίσως πρόκειται για μια ερώτηση, μια πρόσκληση, ένα σχόλιο. Ίσως πρόκειται για το πιο ηλίθιο μήνυμα του σύμπαντος. Είναι, όμως, ένα μήνυμα που γράφτηκε από έναν άνθρωπο, μετά από κάποια σκέψη –ή ίσως μετά από μια παρόρμηση– προς κάποιον άλλο άνθρωπο και περιμένει απάντηση. Είναι τόσο δύσκολο πια να την πάρει;
Τονίζω τη λέξη «άνθρωπος», για να θυμηθούμε λίγο τι σημαίνει να ανήκεις σ’ αυτό το διαβολεμένο είδος. Σημαίνει ότι το πιο πολύπλοκο σύστημα μέσα σου είναι το νευρικό. Σε περίπτωση που ήσουν σκράπας στο σχολείο, σου υπενθυμίζω πως στο νευρικό σύστημα ανήκει ο εγκέφαλος. Ο εγκέφαλος είναι, σαν να λέμε, το κέντρο ελέγχου. Από εκεί περνούν τα πάντα. Σκέψεις, ανησυχίες, απορίες, απόψεις και φυσικά συναισθήματα. Μια «μη απάντηση», λοιπόν, όσο αναίμακτη κι αν φαίνεται, είναι εξαιρετικά ικανή να προκαλέσει αλαλούμ στο ανθρώπινο κέντρο ελέγχου.
Και γιατί όλη αυτή η ταλαιπωρία; Γιατί δεν έχουμε μάθει να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Όταν δε θέλουμε να μιλήσουμε σε κάποιον, δε θέλουμε να δούμε κάποιον, δε θέλουμε να μας στέλνει μηνύματα και να μας παίρνει τηλέφωνα, αντί να του το πούμε ξεκάθαρα, επιλέγουμε να σιωπήσουμε. Αυτό μοιάζει πιο σωστό, πιο ευγενικό. Σκεφτόμαστε ότι αν του πούμε την αλήθεια κατάμουτρα μπορεί να τον πληγώσουμε και δεν το θέλουμε. Η αλήθεια μπορεί όντως να πληγώσει. Το να αφήνουμε, όμως, ερωτηματικά να πλανώνται, μπορεί να τσακίσει.
Δεν είναι καθόλου αγενές το να πεις με όμορφο τρόπο σε κάποιον ότι δεν επιθυμείς να έχεις επικοινωνία μαζί του, ότι δε θες να βρεθείς μαζί του, ότι δεν ενδιαφέρεσαι. Άλλωστε με τις «μη απαντήσεις» σου αυτό ακριβώς του λες. Απλώς με πλάγιο τρόπο. Περιμένεις να πάρει μόνος του το μήνυμα, βασισμένος σε εκείνο που εσύ δεν έστειλες ποτέ. Και λυπάσαι κιόλας που αναγκάζεσαι να μην απαντάς. «Ο καημένος όλο στέλνει κι απάντηση δεν παίρνει» ίσως να λες. Βασικά, ο καημένος μάλλον είσαι εσύ που αφήνεις τη δειλία σου να σε καταβάλει και κρύβεσαι πίσω από ένα κινητό παριστάνοντας τον καμπόσο.
Είναι κι αυτοί οι άλλοι, οι δειλοί μεν, ψυχοπονιάρηδες δε, που θα απαντήσουν μετά από καμιά βδομάδα έχοντας έτοιμη την πιο τρελή δικαιολογία για την καθυστέρηση της απάντησής τους. «Δε φαντάζεσαι τι έπαθα! Άφησα το σίδερο στην πρίζα, πήρε φωτιά το σπίτι και κάηκε το κινητό!». Σκεφτείτε καμιά δικαιολογία της προκοπής τουλάχιστον. Κουράσατε.
Όπως προείπα, καταραμένο μαραφέτι το κινητό. Όλα λέγονται –ή δε λέγονται, στην προκειμένη περίπτωση– μέσω αυτού. Η τεχνική των μη απαντήσεων έγινε επιστήμη. Ξεχάσαμε να αντιμετωπίζουμε τις καταστάσεις. Βολευτήκαμε πίσω απ’ τις οθόνες.
Βγείτε έξω. Χτυπήστε κουδούνια. Πείτε αυτά που σκέφτεστε. Ξεβολευτείτε, γιατί χανόμαστε!
Συντάκτης: Ουρανία Κάππου – https://www.pillowfights.gr
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη