Περνάς τη ζωή σου μέσα στο φόβο. Του τι θα πουν οι τρίτοι, οι έξω, οι ξένοι. Το αυθαίρετα διορισμένο ανώτατο δικαστήριο που κρίνει και κατακρίνει το κάθε τι που θα κάνεις. Κι έρχονται και περνούν τα χρόνια. Και σε προσπερνά η ζωή κι εσύ είσαι δεμένος. Ανίκανος να ζήσεις όπως θέλεις, εγκλωβισμένος σε συμβάσεις, κοινωνικούς περιορισμούς και πρέπει. Όλες δηθενιές ενός κόσμου που από μπροστά ηθικολογεί κι από πίσω οργιάζει.
Μένεις δεμένος χειροπόδαρα, ανίκανος να κάνεις αυτό που αλήθεια γουστάρεις. Πότε αλήθεια σε κάνανε δικό τους; Πότε σε αναγκάσανε να αναγνωρίζεις την αξία, την κρίση και την κριτική τους;
Πότε αποφασίσανε ότι εκείνοι θα ζουν αντί για σένα;
Ξυπνάς και κοιμάσαι με ένα καινούριο απωθημένο. Γιατί είσαι άνθρωπος, έχεις επιθυμίες, ανάγκες κι όνειρα. Βούληση μόνο δεν έχεις και θάρρος. Να αντιπαρατεθείς σε όσα προγραμμάτισαν για σένα. Σήμερα θα κάνεις αυτό, αύριο πρέπει οπωσδήποτε να κάνεις εκείνο. Και οι επιθυμίες μένουν ανεκπλήρωτες, οι ανάγκες υποτιμούνται και τα όνειρα γίνονται απωθημένα. Ξυπνούν μαζί σου κάθε πρωί κι επανέρχονται σαν ακουμπήσεις το βράδυ το κεφάλι στο μαξιλάρι. Για να σε βασανίσουν που τα αγνοείς. Κι είναι ένας βασανισμός που δίκαια σου ανήκει.
Γιατί κάνεις το μεγαλύτερο λάθος. Καταδικάζεις τον εαυτό σου στο χειρότερο μαρτύριο.Εκείνο των καταπιεσμένων ονείρων. Αυτά είναι χειρότερα κι από τα ανεκπλήρωτα. Βλέπεις τα δεύτερα, τα παλεύεις κι απλά δεν συγκατατίθεται το σύμπαν, η μοίρα κι ο καιρός για να εκπληρωθούν.
Τα άλλα όμως, τα καταπιεσμένα, δεν τα τόλμησες ποτέ. Τα ζεις στη φαντασία σου, τα σκέφτεσαι κάθε βράδυ πριν κοιμηθείς. Ενίοτε τα βλέπεις στον ύπνο σου. Κι είναι η μεγαλύτερη κατάρα όταν ξυπνάς το πρωί και τα θυμάσαι. Γιατί για τους άλλους, τους τολμηρούς, αυτά που είναι τα δώρα του Μορφέα, για σένα είναι εφιάλτες. Καθώς έρχονται να σου θυμίσουν πως χάνονται, όταν ανοίγεις τα μάτια σου.
Πότε είπες ελεύθερα τη γνώμη σου; Με το ρίσκο να δυσαρεστηθεί ο συνομιλητής σου; Στη δουλειά, τις κοινωνικές σου επαφές, στην οικογένεια; Ακόμη κι αυτό φοβάσαι. Δε γίνεται όμως να είσαι αρεστός σε όλους. Είναι νόμος. Τσάμπα το παλεύεις. Μίλα ελεύθερα. Γίνε ο εαυτός σου. Θα πρέπει να μάθουν να σε σέβονται κι όχι να πατούν στην πλάτη σου, γκρινιάζοντας που τα κόκκαλα της τους ενοχλούν στα πέλματα. Κι αντί να έχεις πενήντα χλιαρούς φίλους, θα έχεις μόνο πέντε. Καλύτερο είναι. Τώρα είσαι μόνος ανάμεσα στους πενήντα. Κι η μοναξιά δεν παλεύεται αδερφέ.
Πότε πάλεψες για έναν έρωτα, όσο δύσκολα κι αν ήταν τα πράγματα; Να διεκδίκησες τον άνθρωπο που μιλούσε στην καρδιά σου, ανοιχτά κι ειλικρινά. Κούρνιασες στο καβούκι φοβούμενος το «όχι». Που μπορεί και να μην ήταν «όχι». Αλλά αφού πρώτα εσύ απορρίπτεις τον εαυτό σου, πως θα σε δεχτεί ένας άλλος;
Ποιος σου είπε ποτέ, πως οφείλεις να διαχειριστείς τη ζωή σου έτσι; Ποιός σε δίδαξε να είσαι ένα ηττοπαθές κι άτολμο πλάσμα; Η ζωή δε μαθαίνεται από δεύτερο χέρι. Τη βουτάς από το χαίρω πολύ που θα σου πει και την ξεζουμίζεις. Με θράσος και τσαμπουκά. Της λες είσαι δικιά μου κυρία μου κι άσε τους άλλους να πάνε να πνιγούνε. Τη ζωή τους αυτοί, τη δική σου εσύ. Και σε όποιους αρέσεις. Για τους άλλους δε σου καίγεται καρφί. Τα στόματα άλλωστε φτιάχτηκαν για να μασούν και να μιλάνε. Και ιδέα δεν έχω τι κάνουν πιο συχνά.
Η ζωή. Αυτή είναι ο στόχος. Η ερωμένη που πρέπει να τη δέσεις χειροπόδαρα στο κρεβάτι σου. Μια φορά σου δόθηκε και χίλιες οφείλεις να τη διεκδικείς. Παλεύοντας με τους δικούς σου δαίμονες κι όχι εκείνους που σου φορτώνουν οι τρίτοι. Δόξα τω Θεώ, από μόνοι μας αρκετά τελώνια κουβαλάμε, δε μας χρειάζονται και τα ξένα.
Τόλμησε, ρίσκαρε μα πάνω από όλα, άδραξε τη μέρα, πριν το αύριο γίνει πάλι χθες.
Πριν φτάσει η ώρα που θα βλέπεις πίσω σου όσα πέρασαν, θα σου έχει έρθει το μυαλό στον τόπο, αλλά δε θα προλαβαίνεις να διορθώσεις τίποτα. Θα μετράς σκόρπια όνειρα, ανθρώπους αδιεκδίκητους κι άπειρα «αν». Με το «αν» δεν πρόκοψε ποτέ κανείς. Με το «να» όμως, μπορείς να χτίσεις το σπιτικό σου. Με τοίχους γερούς, όμοιους με τη θέλησή σου. Παράθυρα φωτεινά και μονωμένα από τις διαρροές του έξω κόσμου. Μα κυρίως με πόρτα ατσαλένια, που θα κρατά μακριά τους καλοθελητές. Μπορείς να ζήσεις και χωρίς δραγάτες. Να το θυμάσαι.
Της Στεύης Τσούτση. – diaforetiko.gr