«Η φιλία κρατάει μόνο μια μέρα. Κάθε μέρα πρέπει να της αλλάζεις βρακί» είχε πει ο αγαπημένος σε όλους μας Μενέλαος Λουντέμης και με τον χαρακτηριστικό αυτό τρόπο έκλεισε όλο το νόημα της φιλίας σε δυο γραμμές.
Η σχέση δύο ανθρώπων δεν είναι ποτέ δεδομένη και για να καταλήξει σε ουσιαστική φιλία χρειάζεται να δοκιμαστεί, να δουλευτεί και να κερδίσει τον σεβασμό και την εμπιστοσύνη μας. Γι’ αυτό και στην αρχή της ζωής μας ξεκινάμε με πολλούς φίλους, ενώ αργότερα καταλήγουμε με λίγους και εκλεκτούς – εκείνους που είναι κομμάτι της ζωής μας και μας αγαπούν γι’ αυτό ακριβώς που είμαστε.
«Ξεκινάς με ένα τσουβάλι γεμάτο ανθρώπους. Άνθρωποι που αποκαλείς γνωστούς, φίλους, συμφοιτητές, συνάδελφους, κολλητούς, γείτονες, συμμαθητές. Πόσο γεμάτη ζωή με τόσους ανθρώπους, σκέφτεσαι και χαμογελάς αθώα.
Προχωράς δυο βήματα και νιώθεις πως το τσουβάλι σα να έχει ελαφρύνει. Ανοίγεις και βλέπεις πως κάποιοι λείπουν, πως κάποιοι έχουν φύγει ή τους έχεις διώξει και εσύ. Όχι μην ανησυχείς δε σε κακολογούν, ούτε τους κακολογείς, απλά έτσι είναι οι άνθρωποι, απλά χάνονται, απλά δε συνεχίζουν, απλά δεν ταιριάζουν. Κλείνεις το τσουβάλι ανέκφραστα, έχεις τόσους πολλούς που δε σε νοιάζει.
Προχωράς άλλα τρία βήματα. Κοντοστέκεσαι ξάφνου. Σα να έχει ελαφρύνει και άλλο το άτιμο. Το ανοίγεις και τι να δεις… Ούτε οι μισοί. Μα σαν να προστέθηκαν και κάποιοι άλλοι, λίγοι, όχι πολλοί. Μα τι στην ευχή; Εσύ θα έπαιρνες όρκο ότι κάποιοι θα ήταν μέσα και κάποιοι άλλοι δε θα έμπαιναν ποτέ. Κλείνεις συλλογισμένος το τσουβάλι και προχωράς άλλα τέσσερα βήματα.
Μα το τσουβάλι το νιώθεις πιο ελαφρύ από ποτέ, επικίνδυνα ελαφρύ θα έλεγε κανείς. Σταματάς να δεις μήπως τρύπησε το τσουβάλι και άδειασε μονομιάς, αλλά μια χαρά το βλέπεις. Ξεμπλέκεις τα δεμένα κορδόνια του και κοιτάς μέσα. Μα τους εκατό κλέφτες σκέφτεσαι, τι έχει γίνει; Που εξαφανίστηκαν όλοι; Ψάχνεις εδώ, ψάχνεις εκεί, λίγους νοματαίους βλέπεις.
Προχωράς άλλο ένα βήμα μικρό, όχι μεγάλο και πλέον είσαι σίγουρος ότι το τσουβάλι έχει τρυπήσει. Το κοιτάς από κάτω και όντως είναι τρύπιο. Αναθεματίζεις για ώρα από εδώ και εκεί, μέχρι που προσέχεις πως κάποιοι λίγοι έχουν γαντζωθεί τριγύρω και με κόπο κρατιούνται, αλλά δεν παραιτούνται. Δεν είναι πολλοί. Μια χούφτα άνθρωποι, οι δικοί σου άνθρωποι.
Τους κοιτάς και τους αναγνωρίζεις. Είναι αυτοί που και η απουσία τους καμιά φορά ήταν ορατή μόνο στο μάτι, γιατί ήξερες πως είναι κάπου στο εκεί. Είναι αυτοί που και στο δικό τους τρύπιο τσουβάλι της φιλίας, είσαι αυτός που γαντζώθηκε, που δεν παραιτήθηκε. Μπαλώνεις χαρούμενος το τσουβάλι, το ρίχνεις στις πλάτες και το προσέχεις σαν τα μάτια σου. Δε φοβάσαι πια μήπως αδειάσει, αλλά μήπως και γεμίσει, γιατί επιτέλους νιώθεις πιο γεμάτος από ποτέ.
Και αν σου πουν πως φταις εσύ που τους έβαλες όλους στο ίδιο τσουβάλι, να τους πεις πως το τσουβάλι της φιλίας χωράει πολλούς μα στο τέλος κρατάει λίγους.»
Κείμενο από το βιβλίο “Λέξεις χωρίς ήχο” της Τάμι Γκεκτσιάν Πηγή: https://enallaktikidrasi.com/