Όλοι μας έχουμε ζήσει και ξαναζήσει την ειρωνεία να μας ερωτεύονται εκείνοι που μας είναι αδιάφοροι, και να τα βρίσκουμε μπαστούνια με όσους εμείς ερωτευόμαστε.
Όλοι μας έχουμε ζήσει και ξαναζήσει την πικρή ειρωνεία τού να μας ερωτεύονται εκείνοι που μας είναι αδιάφοροι, και τού να τα βρίσκουμε μπαστούνια με όσους εμείς ερωτευόμαστε.
Πιθανόν η αδιαφορία μας για κάποιους μας καθιστά ελεύθερους απέναντί τους, και γι’ αυτό ωραίους στα μάτια τους. Μας επιτρέπει δηλαδή να φερόμαστε ανεξάρτητα και γι’ αυτό φυσικά. Η φυσικότητα στις συμπεριφορές είναι ένας φωτισμός θείος. Αναδεικνύει τη γνησιότητα που μας έχει δωριστεί εκ γενετής, σαν κουκούτσι της υπόστασής μας, σαν μαργαριτάρι.
Προσέξτε πόσο συμπαθητικά είναι τα μωρά, τα μικρά παιδιά, πόσο ελκυστικά να τα αγαπήσουμε, να τα πάρουμε στην αγκαλιά μας. Γιατί ακόμα διατηρούνται φυσικά και γνήσια, γιατί ακόμα δεν άρχισαν να μιμούνται τους γονείς τους και να ασχημίζουν.
Αντίθετα όμως, στον έρωτα, κι όταν μας αρπάζει και μας εξευτελίζει ο μεγαλύτερος κατά τον Ευρυπίδη δυνάστης του ανθρώπου, η ανάγκη, όταν μας αρπάζει και μας κατακυριεύει το δικό της δαιμόνιο, σβήνει από πάνω μας κάθε χάρις.
Γιατί η χάρις μόνο τις ελεύθερες ψυχές καταδέχεται.
Μάρω βαμβουνάκη, «Ο Παλιάτσος και η Άνιμα”, εκδόσεις Ψυχογιός – dailyreader.gr