Το 2017, το μέσο εισόδημα της Αιγύπτου ανά άτομο ήταν περίπου 2.200 δολάρια. Την ίδια στιγμή, στην Ιαπωνία, ήταν περίπου 31.200 δολάρια, σχεδόν 14 φορές περισσότερα. Μπορεί λοιπόν ο μέσος Ιάπωνας να αγοράσει 14 φορές περισσότερα πράγματα από τον μέσο Αιγύπτιο; Η απάντηση είναι «ούτε καν», σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία σχετικά με το κόστος αγαθών και υπηρεσιών της Παγκόσμιας Τράπεζας που κυκλοφόρησαν πρόσφατα.
Κάθε έξι χρόνια, το Διεθνές Πρόγραμμα Σύγκρισης Τιμών (International Comparison Program) , ένα έργο με επικεφαλής την Παγκόσμια Τράπεζα, συλλέγει δεδομένα σχετικά με τις τιμές σε ολόκληρο τον κόσμο. Είναι το μεγαλύτερο στατιστικό πρόγραμμα στον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων περίπου 200 χωρών, σύμφωνα με την οικονομολόγο Νάντα Χαμανέ , η οποία το διαχειρίζεται. Χωρίς αυτά τα δεδομένα, θα ήταν σχεδόν αδύνατο να συγκριθούν τα επίπεδα φτώχειας και ευημερίας των ανθρώπων σε ολόκληρο τον κόσμο.
Για πράδειγμα, τα τελευταία στοιχεία για το 2017, δείχνουν τις τεράστιες ανισότητες στο κόστος ζωής μεταξύ των χωρών. Η Ιαπωνία ήταν πέντε φορές ακριβότερη από την Αίγυπτο. Αυτό σημαίνει ότι στην ουσία ο μισθός του Ιάπωνα ήταν τρεις φορές μεγαλύτερο από εκείνον του Αιγύπτιου. Εξακολουθεί να είναι μια μεγάλη διαφορά, αλλά όχι τόσο τεράστια όσο φαίνεται με την πρώτη ματιά.
Η πιο ακριβή χώρα στον κόσμο το 2017 ήταν οι Βερμούδες, με τιμές περίπου 105% πάνω από τον παγκόσμιο μέσο όρο. Το νησί της Καραϊβικής ήταν πάνω από την Ισλανδία, τη Νορβηγία, την Ελβετία και τα νησιά Κέιμαν. Δεν είναι τυχαίο ότι στις τρεις από τις πέντε θέσεις βρίσκονται νησιά, γεγονός που καθιστά την εισαγωγή αγαθών σε αυτά τα μέρη πολύ ακριβή. Οι λιγότερο ακριβές χώρες ήταν χώρες όπως η Ερυθραία (76% λιγότερο ακριβή από τον μέσο όρο), η Αίγυπτος (73%) και η Ουκρανία (67%).
Η Ελλάδα βρίσκετια στην 45η θέση του πίνακα, πέντε θέσεις κάτω από την Κύπρο, τέσσερις θέσεις πάνω από το Κατάρ και ανάμεσα σε Μάλτα και Πορτογαλία.
Η ιδέα της αξιολόγησης του επιπέδου των τιμών μιας χώρας ξεκίνησε από το 1500 στην Ισπανία. Εισήχθη στη σύγχρονη εποχή από τον Σουηδό οικονομολόγο Gustav Cassel το 1918, ο οποίος ήθελε να καταλάβει πώς ο πληθωρισμός επηρέασε το κόστος ζωής στις ευρωπαϊκές χώρες μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έκτοτε έγινε ευρέως αποδεκτό να κατανοήσουμε τις συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων,θεωρώντας βαρυσήμαντο να εξετάζουμε όχι μόνο το εισόδημα, αλλά και τις τιμές.
Πηγή: Quartz , huffingtonpost