«Πότε θα βρω έναν άνθρωπο κι εγώ;». Μάλλιασε η γλώσσα σου να το λες στους φίλους κι εκείνοι βαρέθηκαν να σου απαντάνε πως θα έρθει κι αυτή η ώρα.
Λαχταράμε να νιώσουμε λίγη χαρά όπως παλιά, εκείνον τον ενθουσιασμό, να κάνει ηχητικά εφέ η καρδούλα μας. Έχουμε πεθυμήσει εκείνη τη φάση που είσαι όλη ημέρα με ένα χαμόγελο στο στόμα κι ένα βλέμμα χαμένο, αυτό ακριβώς το χάσιμο θέλουμε. Βαρεθήκαμε να μαγειρεύουμε για δυο και να τα τρώμε μόνοι μας διπλές μερίδες, να κοιμόμαστε στο διπλό κρεβάτι με τέσσερα μαξιλάρια αγκαλιά. Ζητάμε κάποιον να τσακωνόμαστε που διάλεξε άλλη ταινία απ’ αυτή που προτείναμε, κάποιον να πλακωνόμαστε κάθε βράδυ για το πάπλωμα και να κολλάμε πάνω του τις παγωμένες μας πατούσες.
Αχ, κι εκείνα τα πρωινά! Ναι, έχει τη χάρη της κι η ηρεμία να πίνεις τον καφέ σου μόνος, χωρίς φλυαρίες. Αλλά, όπως και να το κάνουμε, δύο κούπες κι ένα φιλί για καλημέρα κερδίζουν πάντα. Κι ας είμαστε μες στα νεύρα και στα μαύρα μας τα χάλια. Με μαλλιά ανακατεμένα, βραχνιασμένες φωνές, τσιμπλιασμένα μάτια και πιτζάμες με κουνελάκια, ας είναι κι έτσι. Δύο περνούν καλύτερα.
Βαρεθήκαμε τα άδεια Σαββατοκύριακα, που, εντάξει, για να ‘μαστε ειλικρινείς μια χαρά υπερφορτωμένα είναι. Αλλά όσα πράγματα και να ‘χουμε να κάνουμε, ακυρώνονταν όλα χωρίς δεύτερη σκέψη για έναν έρωτα. Τα Σαββατιάτικα πρωινά δεν είναι για τη λαϊκή, ούτε για το μάθημα γιόγκας. Για αγκαλιές, φιλιά και χουχουλιάρισμα είναι.
Και να που κάποτε τούτο το σύμπαν σε συμπαθεί και σου κάνει τα χατίρια. Και να που ένας άνθρωπος μπαίνει δειλά-δειλά στη ζωή και την καθημερινότητά σου. Τώρα αν αυτός είναι ο κατάλληλος, αν είναι ο ένας και τα λοιπά κανείς δεν το ξέρει, θα φανεί κι αυτό στο χειροκρότημα. Αρχίζει, λοιπόν, το πάρτι. Τα αμήχανα χαμόγελα, τα ασταμάτητα μηνυματάκια, οι κλήσεις μέχρι το ξημέρωμα κι οι μαύροι κύκλοι απ’ την αϋπνία.
Έχουμε πλέον νέο θέμα προς συζήτηση με την παρέα, σταθερό κι ανεξάντλητο, νέα άγχη κι απορίες. Τι είπε, πώς το είπε, σε βλέπει σοβαρά, τι να βάλεις στο ραντεβού; Βγαίνετε, λοιπόν, και πολύ ωραία περνάτε κιόλας και σε γυρίζει και σπίτι σου και σκέφτεσαι τις στιγμές σας ενώ πλένεις τα δόντια σου και πέφτεις για ύπνο, με ένα χαμόγελο από εδώ ίσα με τη Λάρισα.
Ξημερώνει η νέα ημέρα, ξυπνάς, κλείνεις το ξυπνητήρι, ρίχνεις κι ένα τέντωμα και πιάνεις αμέσως το κινητό να δεις αν έχει στείλει μια καλημέρα ή έστω κάτι άλλο. Ήταν αυτόματα η πρώτη σκέψη σου, μόλις άνοιξες τα βλέφαρά σου. Ανησυχητικό; Χμμ, δεν είναι κάτι σοβαρό, απλώς καψουρεύτηκες λίγο άσχημα.
Έτσι πάει, αν ξυπνάς το πρωί κι η πρώτη σου κίνηση είναι να τσεκάρεις το κινητό σου για να δεις αν σου έχει στείλει, το πράγμα φωνάζει επιθυμία. Προφανώς και σε νοιάζει, τόσο που δεν προλαβαίνεις να το συνειδητοποιήσεις καν. Για να έχει προλάβει, όμως, κάποιος να γίνει η πρώτη σου πρωινή σκέψη και λογικά κι η τελευταία πριν κοιμηθείς κάτι πρέπει να έχει κάνει πολύ καλά και χαλάλι του η αποκλειστικότητα στο μυαλό σου.
Κι όσο ιδανικό κι αν ακούγεται, κουβαλά κι αυτό την ταλαιπωρία του. Ανοίγεις τα μάτια κι αισθάνεσαι μια ταραχή. Αναρωτιέσαι πού είναι και τι κάνει, θες να ξέρεις αν σε σκέφτεσαι. Αμφιβάλλεις, υπεραναλύεις, αγχώνεσαι, απογοητεύεσαι. Όλες οι εναλλαγές συναισθημάτων σε λίγα δευτερόλεπτα. Γιατί δεν έχει στείλει ακόμη; Θα στείλει; Μήπως κοιμάται; Να στείλεις εσύ;
Ακόμα και στο ευτυχές σενάριο, που ο άλλος έχει προλάβει να στείλει και ξυπνάς με ένα μήνυμά του, μετά το χαμόγελο χαράς κι ανακούφισης έρχεται ο πανικός. Τι να απαντήσω; Να στείλω αμέσως ή να τον αφήσω να περιμένει; Τέτοια σύγχυση κι ανασφάλεια, όχι μόνο τον θες δηλαδή, αλλά καίγεσαι κανονικότατα. Σκέφτεσαι τον άλλον διαρκώς και παρακαλάς να κάνει κι εκείνος το ίδιο για σένα. Μοιρασμένη η αγωνία είναι αλλιώς.
Παράξενα όμορφος ο ρημάδης ο έρωτας όταν θέλει. Τα κάνει όλα να μοιάζουν μικρά, παίρνει το βάρος απ’ την ψυχή και κάνει όλα τα υπόλοιπα ανοιχτά μέτωπα να μοιάζουν αστεία ασήμαντα. Κι είναι αληθινό πάρτι η καψούρα όταν είναι αμοιβαία. Ήχος μηνύματος ήταν αυτός; Κάτι θα έστειλε, τρέξε να δεις!
Κείμενο: Μάρω Καλλιοντζή –pillowfights