«Γεια, Ερμής», είπε και χάθηκε η φωνή του στον αέρα. Στην αρχή φάνηκαν όλα απλά. Κανονική ροή, καφές μέτριος, όχι πολλή ζέστη μα ούτε παγωνιά. Eίναι μερικές ιστορίες που αρχίζουν αδιάφορες γκρίζες και μουντές και λες πως ποτέ δε θα μπορέσουν να πιάσουν χώρο στη ζωή σου.
Μα δειλά δειλά, με βήματα πλάγια και σκέψεις ενδόμυχες μεγαλώνουν και γαντζώνονται γύρω απ’ το μυαλό σου, τυλίγονται σαν κλαδιά γύρω απ’ το σώμα σου, σε αγκαλιάζουν κλέβοντάς σου αέρα, και ούτε που αντιλαμβάνεσαι πως σώνονται οι αναπνοές.
Έτσι κι εκείνη, που με δυσκολία πια ανέπνεε, μετρώντας τις μέρες και τις ώρες να του κλέψει μια στιγμή. Δεν υπήρχε παρακάτω, μα ούτε και πρωτύτερα, μόνο μικρά πεντάλεπτα κλεμμένης ζωής μαζί του. Μαζί με τις αναπνοές, χάνονταν και οι λέξεις, δεν έβρισκαν οι σκέψεις ρούχο να φορέσουν να γίνουν λόγια να ζεστάνουν τον πάγο ανάμεσά τους.
Πάγος έξω, μέσα φωτιά. Φωτιά που την έκαιγε ολόκληρη που την πονούσε βαθιά κι εκείνη μπερδεύονταν καμιά φoρά νομίζοντας πως απλά τη ζεσταίνει. Μα δεν κατάλαβε, αφελής όπως ήταν, πως την τσουρούφλιζε λίγο-λίγο μέχρι να την αφήσει στάχτη.
Εκείνος χαμένος. Όλα στο περίπου, όλα απλά, μην τυχόν και ραγίσει για λίγο ο εύθραυστος γυάλινος κόσμος του. Δεν είχε μάθει να δίνει, όχι για πολύ, ήθελε να είναι σήμερα εδώ κι αύριο στο πουθενά, να χάνεται με μια του μόνο απόφαση. Δεν είχε σπίτι σταθερό, ούτε δουλειά, τη σιχαινόταν τη λέξη και ζούσε με αυτή του την επιλογή, είχε ήδη αποφασίσει πως το ένα είναι ακέραιο και προτιμότερο από το αμφίβολο δύο.
Και οι στιγμές λιγόστευαν, η απόσταση μεγάλωνε και έμοιαζε πια η πόλη μια μεγάλη μαύρη τρύπα που τους κατάπινε σε κάθε δύση της. Και οι μέρες περνούσαν κι εκείνη δεν είχε πια καρδιά να χτυπήσει, λες από καιρό να είχε σταματήσει. Γιατί και οι καρδιές, όταν πνίγονται από έρωτα, δεν τους μένει αίμα να στάξουν πια, στραγγίζουν και μένουν ξεφούσκωτες σαν μπαλόνια που κάτι πήγε πολύ λάθος.
Εκείνος πάντα στο περίπου, πάντα ευγενικός και παγωμένος, δεν τον άγγιζε η φωτιά της και χάνονταν σε μικρές ανεπαίσθητες στιγμές που όλο και λιγόστευαν. Ίσως και να σκέφτηκε ένα βράδυ μεθυσμένο, να πλησιάσει για να ζεστάνει λίγο τα χέρια του, μα με κάθε βήμα του μπροστά έκανε και δύο πίσω. Ίσως μαζί με τη ζέστη δεν άντεχε το φως.
Κι εκείνη έλαμπε. Έλαμπε ολόκληρη με ελπίδα και έρωτα. Οι στιγμές τελείωσαν πια, σώθηκε και η φωτιά, δεν είχε βλέπεις τίποτα άλλο να κάψει.
Έμεινε πια σκοτάδι και στάχτη. Εκείνη ζωντανή μετά βίας πάλευε πια να βγάλει τις μέρες μακριά του. Έκανε μια δυο φορές να του φωνάξει μείνε. Να τον κοιτάξει μια φορά στα μάτια και να μη φοβάται.
Μα δεν είπε τίποτα. Κι εκείνος , πάντα παγωμένος και βουβός περπάτησε αργά και σταθερά προς την έξοδο κινδύνου. Και χάθηκε.
Κείμενο: Ζ.- pillowfights