Ο διευθυντής του σχολείου στις Φυλακές Ανηλίκων Αυλώνα μιλά για την ιδέα του «Προσπαθώντας TV» και για όσα έχει μάθει από τους ξεχωριστούς μαθητές του.
Ο ΠΕΤΡΟΣ ΔΑΜΙΑΝΟΣ είναι ο δάσκαλος που τις τελευταίες μέρες έχει απασχολήσει τον κόσμο του Διαδικτύου. Ο διευθυντής του σχολείου στις Φυλακές Ανηλίκων Αυλώνα δημιούργησε ένα κανάλι μέσα στη φυλακή που δίνει στα παιδιά τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν μαθήματα από την τηλεόραση στο κελί τους. Με το Ίντερνετ και τα λάπτοπ να απαγορεύονται και τον κορωνοϊό να καθυστερεί ακόμη περισσότερο την κατάσταση, η σχολική χρονιά βρισκόταν σε κίνδυνο. Έτσι αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του και με τη βοήθεια κι άλλων ανθρώπων να προσφέρει κάτι ξεχωριστό στους μαθητές του. Ο τίτλος του εγχειρήματος: «Προσπαθώντας TV». Η προσπάθεια του ίδιου στο κομμάτι της εκπαίδευσης μέσα στις φυλακές κρατάει χρόνια. Όπως μου ανέφερε, ξεκίνησε την περιπέτειά του ως εθελοντής, πριν έρθει η πρώτη επαφή με την εκπαίδευση εκεί, το 1994, 1995. Το ’97 οι φυλακές ήρθαν στον Αυλώνα. Μέχρι το 2000, ο κ. Δαμιανός είχε ρόλο εθελοντή, βοηθώντας τα παιδιά να δώσουν εξετάσεις στο τέλος της χρονιάς. Τότε δημιουργήθηκε το παράρτημα γυμνασίου και το 2003 το αυτόνομο σχολείο, γυμνάσιο με λυκειακές τάξεις. Όταν του ζητήθηκε να το διευθύνει, δέχτηκε.
Το 2019 έγινε μια μεγάλη αλλαγή και με το νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας ορίστηκαν συντονιστές-σύμβουλοι εκπαίδευσης σε κάθε κατάστημα. Τότε ανέλαβε συντονιστής-σύμβουλος εκπαίδευσης στον Αυλώνα και βάσει του νόμου είναι διευθυντής όλων των βαθμίδων που υπάρχουν εκεί, του δημοτικού, του γυμνασίου, του λυκείου και του ΙΕΚ, θέση την οποία διατηρεί μέχρι σήμερα. Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, η επαφή του με τα παιδιά τον έχει διδάξει πολλά. Οι στιγμές που ξεχωρίζει πολλές και ο τρόπος με τον οποίο τις αφηγήθηκε εμπνέει εμπιστοσύνη. Όπως και το έργο του.
Το «Προσπαθώντας TV» είναι κάτι παραπάνω από ένα προσωρινό εγχείρημα. Μάλιστα, ο κ. Δαμιανός θεωρεί ότι ο κορωνοϊός ήταν απλώς η αφορμή για τη δημιουργία του. Στόχος είναι να αποτελέσει ένα εργαλείο, τόσο εκπαιδευτικό όσο και πολιτιστικό, που θα εξελίσσεται συνεχώς και θα δίνει τη δυνατότητα στα παιδιά να γνωρίσουν πολλά καινούργια πράγματα.
—Τι σας έκανε να ξεκινήσετε τότε εθελοντικά; Όλα αυτά τα χρόνια ίσως να έχω δώσει διαφορετικές απαντήσεις, ανάλογα με το πώς νιώθω κάθε φορά. Τείνω να πιστεύω ότι είναι κάτι που προϋπήρχε στη σκέψη μου απ’ όταν ήμουν παιδί, έφηβος, φοιτητής. Παλιά, κάποια στιγμή μπούχτιζα από τα μαθήματα που έκανα ως νέος εκπαιδευτικός. Ιδιαίτερα, φροντιστήρια, δεκάδες ώρες την εβδομάδα. Στο τέλος της χρονιάς έλεγα ότι μια μέρα θα την αφιέρωνα σε ένα ορφανοτροφείο, σε κάτι άλλο. Αλλά περνούσαν τα χρόνια και δεν μπορούσα να ικανοποιήσω αυτή μου την ανάγκη.
Θυμάμαι μια συνάδελφο που περιέγραφε στον Σύλλογο Φροντιστών, όπου ήμουν τότε, την επικοινωνία που είχε με τον Κορυδαλλό. Είχε πάει για επίσκεψη με μαθήτριες και μαθητές που κρατούσαν δώρα για τις κρατούμενες. Περνώντας από το κατάστημα των ανηλίκων, τα παιδιά είχαν βγάλει τα χέρια τους έξω από τα κάγκελα. Δεν τους ζητούσαν κάτι από αυτά που κουβαλούσαν, ήθελαν απλώς να τους χαιρετήσουν και να τους πουν «χρόνια πολλά», γιατί ήταν μέρες γιορτών.
Αυτή η περιγραφή νομίζω ότι μου έκανε ένα κλικ, έτσι αποφάσισα να ασχοληθώ με αυτά τα παιδιά. Πήγα στο υπουργείο, μίλησα με τους ανθρώπους εκεί και ξεκίνησε μια εθελοντική περιπέτεια. Στην αρχή, σε ιδρύματα που εποπτεύονται από το υπουργείο Δικαιοσύνης. Μετά από ένα-δυο χρόνια μάς ζήτησαν βοήθεια μέσα στη φυλακή, για να έναν νέο που θα έδινε Πανελλήνιες. Ουσιαστικά, αυτή ήταν και η πρώτη επαφή με φυλακή ανηλίκων. Βοηθήσαμε αυτόν τον νέο. Την επόμενη χρονιά οι φυλακές ανηλίκων είχαν πάει στον Αυλώνα. Με παίρνει ο διευθυντής τηλέφωνο και μου λέει: «Έχουμε έντεκα παιδιά που θέλουν να πάνε σχολείο, τι θα κάνουμε;».
Έτσι ξεκίνησα στον Αυλώνα. Τα 11 παιδιά την επόμενη χρονιά έγιναν 23, τη μεθεπόμενη 40-50. Δημιουργήθηκε μια άλλου είδους κατάσταση. Αρχίσαμε τις πιέσεις, ότι δεν μπορεί να είναι εθελοντικό όλο αυτό, πρέπει να γίνει κάτι πιο σταθερό. Οι πιέσεις έρχονταν από παντού, όχι μόνο από εμένα. Και από τη φυλακή, και από το υπουργείο Δικαιοσύνης, και από τη Νέα Γενιά και απ’ όσους φορείς ήρθαν κοντά μας. Το υπουργείο Παιδείας ανταποκρίθηκε το 2000 και έφτιαξε το σχολείο που σας είπα.
— Από την εμπειρία σας όλα αυτά τα χρόνια, έχετε καταλάβει ότι τα παιδιά έχουν μεγάλη ανάγκη το σχολείο; Πόσο τα επηρεάζει, ποια η σχέση τους με αυτό; Όταν πρωτοξεκίνησε αυτή η ιστορία, ο αριθμός των παιδιών που βρίσκονταν εκεί ήταν μικρός. Ποτέ δεν έγινε υποχρεωτικό. Έπρεπε από μόνα τους να το ζητήσουν και να κάνουν αίτηση. Τα πρώτα χρόνια, μετά τη γιορτή των Χριστουγέννων που κάναμε, φτιάχναμε καινούργια τμήματα. Τα παιδιά είναι νέοι άνθρωποι, γοητεύονται από αυτό που βλέπουν. Στην αρχή πολλά ήθελαν, εκτός από το σχολείο, να συμμετέχουν και στη γιορτή. Τη γιορτή τη βλέπανε όλοι, αυτό το πράγμα τους άρεσε και ήθελαν να βρίσκονται κι εκείνα στον χώρο.
Εδώ πρέπει να πω ότι τα δικά μας τα παιδιά δεν είναι από αυτά που είχαν αγαπήσει το σχολείο. Μη σας πω ότι το εκπαιδευτικό σύστημα τα είχε διώξει. Είναι τα παιδιά που είχαν αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος, έφευγαν από το ένα σχολείο και πήγαιναν στο άλλο και κάποια στιγμή βρέθηκαν στον δρόμο. Και από τη μικρή παραβατικότητα που έγινε μεγαλύτερη κάποια από αυτά βρέθηκαν στον Αυλώνα. Αυτοί είναι οι μαθητές μας. Σιγά-σιγά, γνώρισαν ένα σχολείο που νοιάζεται γι’ αυτά, όπου κάνουμε παρέα πράγματα που δεν πίστευαν ότι θα μπορούσαν να φτιάξουν ποτέ.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι τα πρώτα χρόνια, όταν τους έλεγα «θα κάνουμε κάτι», μου απαντούσαν «αυτό δεν είναι για μάς, αυτό είναι για τα άλλα τα παιδιά». Δεν πίστευαν ότι μπορούσαν να το κάνουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εφημερίδα, τον πρώτο χρόνο που λειτουργήσαμε. Τους λέω: «Θα φτιάξουμε μια εφημερίδα». Εγώ στο μυαλό μου είχα κάτι πολύ απλό, να γράψουμε δυο κείμενα σε ένα Α3, να το βγάλουμε φωτοτυπία και να το τυπώσουμε. Άρχισαν πάλι, «αυτό δεν είναι για εμάς». Τους είπα ότι θα γίνουν δημοσιογράφοι, θα πάρουν συνέντευξη από τον αρχιφύλακα, από τον διευθυντή της φυλακής. Αντιδρούσαν σε οτιδήποτε τους ζητούσα. Μόλις το συμφωνούσαμε, όμως, ανέβαζα τον πήχη λίγο παραπάνω.
Κυκλοφόρησε η εφημερίδα. Η πρώτη είχε συνέντευξη από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Μαζευτήκαμε όλοι, μου είπαν τις ερωτήσεις που ήθελαν να του κάνουν, τις γράψαμε, του τις στείλαμε με μια επιστολή και απάντησε. Όταν πήραν στα χέρια τους την απάντηση, και μετά την εφημερίδα με τα κείμενα που είχαν γράψει, δεν μπορούσαν πια να μου πουν: «Αυτό δεν είναι για εμάς».
Κάθε χρόνο, ο κ. Δαμιανός και οι συνάδελφοί του φτιάχνουν είκοσι προαιρετικά προγράμματα, εκτός των μαθημάτων: μουσική, λογοτεχνία, χορός, πηλός, λογοτεχνία, ψηφιδωτά, ανθρώπινα δικαιώματα κ.ά. Τα αντικείμενα με τα οποία μπορεί να ασχοληθεί ένα παιδί είναι πολλά. Πόσο εύκολο είναι, όμως, να πάρει την απόφαση να συμμετάσχει;
«Όταν κάποιος έχει κατάθλιψη, ή αρχές κατάθλιψης, μελαγχολία ‒γιατί και ο θυμός ουσιαστικά μελαγχολία κρύβει‒, του είναι δύσκολο, δεν θέλει να συμμετάσχει. Όταν του δίνεις πολλά κίνητρα, πολλές λεπτομέρειες, είναι πιο εύκολο να τον πείσεις να ακολουθήσει κάτι. Και εκεί συμβαίνει το εξής: βρίσκεται σε μια ομάδα της οποίας τη σύνθεση δεν ξέρει από πριν. Επομένως, μπαίνοντας στην ομάδα που έχει επιλέξει, ξαφνικά βρίσκεται δίπλα σε πέντε-δέκα διαφορετικές εθνικότητες. Άλλοι είναι από το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, τη Βουλγαρία, την Ελλάδα, άλλοι είναι Έλληνες Ρομά, όλοι όμως ανακατεύονται και συνεργάζονται μεταξύ τους σε κάτι που τους αρέσει και το αγαπάνε, π.χ. τη μουσική. Έτσι, καταλαβαίνοντας τον διπλανό τους, καταλαβαίνουν ότι ο ρατσισμός είναι κυρίως ο φόβος του αγνώστου που είναι απέναντι και ότι από κει ξεκινάνε όλα. Όταν τον γνωρίσουν, τα πράγματα αλλάζουν».
— Έχετε κρατήσει επαφή με παιδιά που αποφυλακίστηκαν; Ξέρετε ιστορίες παιδιών που τα κατάφεραν, που βγήκαν, κοινωνικοποιήθηκαν και εντάχθηκαν ενεργά στο κοινωνικό σύνολο; Μάλλον αυτά κρατούν επαφή μαζί μου. Όταν φεύγει κάποιος και πάει κάπου αλλού, χωρίς να μου δώσει τηλέφωνο, δεν μπορώ να έχω επαφή μαζί του. Άρα, αυτά νοιάζονται να πάρουν τηλέφωνο στο σχολείο, στο κινητό που τους έχω δώσει. Εκείνο που κρατώ είναι ότι όταν τα πάνε καλά κρατούν επαφή, όταν δεν τα καταφέρνουν, χάνονται. Κυρίως αυτά που έχουν προβλήματα με ναρκωτικά, όταν ξεφύγουν, επικοινωνούν, όταν ξαναμπλέξουν, χάνονται.
Εκείνο που θέλω να πω είναι ότι για να πάνε όλα καλά, πρέπει, όταν βγαίνουν έξω, να υπάρχουν στηρίγματα γι’ αυτά. Δεν γίνεται, επειδή ένα παιδί, κλεισμένο σε φυλακή, ξαφνικά βρέθηκε σε ένα σχολείο για ένα-δυο χρόνια, να αποκτήσει τόσο δυνατό ψυχικό κόσμο ώστε να αλλάξει ζωή. Θα μπορούσε να το στηρίξει η οικογένειά του, αλλά έλα που δεν υπάρχει οικογενειακό περιβάλλον τις περισσότερες φορές. Άρα, ποιος θα το στηρίξει; Εμείς, η κοινωνία ολόκληρη. Τα παιδιά που «χάσαμε» ‒γιατί είναι παιδιά που χάσαμε αυτά που πήγαν στη φυλακή‒, δεν τα έχασε η οικογένειά τους, γιατί αν αυτή είναι δυσλειτουργική, είναι σαν να μην υπάρχει. Τα έχασε η κοινωνία, δεν τα πρόλαβε και μπήκαν στη φυλακή. Βγαίνοντας, όμως, αν δεν τα ενισχύσουμε, αν δεν τα στηρίξουμε, θα είναι σαν να τα κοροϊδεύουμε, από τη στιγμή που μιλάμε για δεύτερες ευκαιρίες. Όταν δεν έχουν τα απαραίτητα, δεν μπορούν να τα καταφέρουν.
— Ανεξάρτητα από τα όσα καλά τούς δίνετε, όμως, το παρελθόν τους πάντα τα συνοδεύει, έτσι δεν είναι; Όταν συζητάμε με τα παιδιά και μου λένε ότι θα ξεκόψουν, δεν λένε ψέματα. Αλλά όταν βγουν έξω, πεινάνε. Αντέχουν την πείνα την πρώτη μέρα, τη δεύτερη, την τρίτη. Έρχονται, με παίρνουν τηλέφωνο και μου λένε: «Είμαι στον δρόμο. Τι να κάνω;». Προσπάθησα. Στην προηγούμενη θητεία ήμουν διοικητικό μέλος της Επανόδου, μαζί με άλλους αξιόλογους ανθρώπους, και τώρα που δεν είμαι στο διοικητικό συμβούλιο, αγωνιζόμαστε και εγώ κι εκείνοι να δώσουμε κάποιες λύσεις. Αλλά δεν υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ για να στεγάσουν τα παιδιά αυτά ή να τα βάλουν σε ξενοδοχεία. Αυτά είναι για τον πρώτο καιρό. Μετά τι θα κάνουν; Δεν έχουν τη δυνατότητα να τους προστατεύσουν.
Η κρίση που ήρθε χειροτέρεψε τα πράγματα. Γιατί πάντα είχε πρόβλημα να βρει δουλειά ένας άνθρωπος που μόλις έχει αποφυλακιστεί, πάντα υπήρχε το στίγμα. Τώρα, πια, αυτό ισχύει για όλους, ανεξάρτητα από το αν έχουν κάνει φυλακή ή όχι. Από το 2008, το 2010, που ξεκινήσαμε, τα πράγματα έχουν σκουρύνει πολύ.
— Έχετε κάποια εμπειρία που να σας έχει μείνει αξέχαστη; Είναι πολλές. Φανταστείτε ότι έχω είκοσι, είκοσι πέντε χρόνια που ασχολούμαι με αυτά τα παιδιά. Για παράδειγμα, φέτος είχαμε δύο νέες εγγραφές στο πανεπιστήμιο, από τις Πανελλήνιες. Με αυτά, φτάνουν τα τριάντα τα παιδιά που έχουν περάσει όλα αυτά τα χρόνια στα ελληνικά πανεπιστήμια από τις Πανελλήνιες που δώσανε από το δικό μας σχολείο. Καθένα είναι και μια συγκλονιστική περίπτωση.
Κυρίως δεν θέλω να στιγματίζεται το παιδί, να λένε «αυτός είναι από τη φυλακή». Θέλω να περνάει απαρατήρητο ανάμεσα στους συμφοιτητές του, να κάνει τις παρέες που πρέπει να κάνει όταν παίρνει τις άδειες και, όταν νιώσει την ασφάλεια, να μιλήσει από μόνο του στους φίλους του.
Θυμάμαι, παλιότερα, ένα παιδί που γύρισε από την πρώτη του επίσκεψη στη σχολή. Είχε πάει με τη μητέρα του, είχαμε συνεννοηθεί με τον πρύτανη, που τους υποδέχτηκε στο γραφείο. Η επαφή αυτή έγινε για να μπορέσουν να βοηθήσουν οι καθηγητές της σχολής το παιδί στα εργαστήρια, στα πηγαινέλα. Γιατί όταν παίρνει κάποιος την άδεια από τον εισαγγελέα να παρακολουθήσει τη σχολή, πάει συγκεκριμένες ώρες, μέσα στις οποίες πρέπει να βγει το πρόγραμμα, δεν μπορεί να πάει σε ένα εργαστήριο οκτώ με δέκα το βράδυ. Συζήτησαν και το θέμα διευθετήθηκε. Την επόμενη μέρα μού είπε το παιδί: «Κύριε Πέτρο, η μάνα μου με κοίταξε με άλλο μάτι».
Σε μια άλλη περίπτωση, σε σχολική γιορτή, ένας γονιός, που το παιδί του συμμετείχε σε αυτή, όταν είδε να του δίνουμε όλοι συγχαρητήρια για τη συμπεριφορά του, συγκινημένος μου είπε ότι τέτοια λόγια δεν είχε ξανακούσει. Όποτε πήγαινε στο σχολείο, του έλεγαν τα χειρότερα.
Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, ο κ. Δαμιανός έχει έρθει σε επαφή με παιδιά που διψούν να εξερευνήσουν καινούργιους κόσμους. Παιδιά που, μαθαίνοντας από φίλους τους στα κελιά τους για όσα έχει κάνει το σχολείο τα προηγούμενα χρόνια, θέλουν να ενταχθούν σε αυτό, ακόμα κι αν έχουν έρθει πρόσφατα στις φυλακές. Έτσι, ο αριθμός των μαθητών αυξάνεται διαρκώς. Η περσινή χρονιά πήγαινε εξαιρετικά. Το ανθρώπινο δυναμικό είχε έρθει νωρίς, οι μαθητές ήταν όλο και περισσότεροι. Όμως ο κορωνοϊός πάγωσε τα πάντα. Στη φυλακή το μάθημα δεν μπορεί να γίνει με Ίντερνετ και λάπτοπ στα κελιά. Τον Δεκέμβριο, όταν κατάλαβε ότι υπήρχε κίνδυνος να χαθεί η χρονιά, ήταν η πρώτη φορά που σκέφτηκε την ιδέα του «Προσπαθώντας TV».
«Δυστυχώς, η ιδέα αυτή μού ήρθε τον Δεκέμβριο, όχι νωρίτερα. Όταν οι τεχνικοί μού είπαν ότι κάτι τέτοιο γίνεται, τα έβαλα με τον εαυτό μου. Γιατί να μην το έχω σκεφτεί από τον Μάρτιο, στο πρώτο lockdown; Τόσα χρόνια θα μπορούσα να έχω ένα τέτοιο εκπαιδευτικό εργαλείο, ανεξάρτητα από πανδημία.
Στο δεύτερο lockdown προσπαθούσα να βρω τρόπο να τους κάνω μάθημα και δεν μπορούσα. Πίστευα όμως ότι μέσα στον Δεκέμβριο θα ξεκινούσαμε τα μαθήματα και μέχρι τις γιορτές θα αναπληρώναμε ένα κομμάτι του χαμένου χρόνου. Όταν ανακοινώθηκε ότι δεν θα ανοίξουν τα σχολεία πριν από τις γιορτές, κατάλαβα ότι θα χάσουμε τη χρονιά. Και εκεί η πίεση ήταν τόσο μεγάλη, που άρχισα να σκέφτομαι τι μπορούμε να κάνουμε. Ήξερα, εν τω μεταξύ, ότι μέσα στα κελιά η τηλεόραση επιτρέπεται. Μάλιστα, η διοίκηση της φυλακής πάντα φρόντιζε, αν κάποιο κελί δεν είχε, να του προμηθεύει. Άρα, η σκέψη μου ήταν να φτάσω στο κελί μέσα από την τηλεόραση, αφού αυτό έχουν μόνο. Επειδή δεν γνώριζα αν αυτό ήταν κάτι εφικτό, βρήκα τεχνικούς, τους εξήγησα την ιδέα μου, τους είπα τι δυνατότητες υπάρχουν και μέσα σε μια μέρα μου απάντησαν ότι γίνεται. Βέβαια, χρειάστηκε να παραγγελθούν κάποια πράγματα. Τα παραγγείλαμε και τα περιμέναμε να έρθουν. Θα είχε ξεκινήσει πολύ πιο νωρίς το κανάλι, αλλά μέσα στο lockdown οι παραδόσεις καθυστερούν.
Τέλος πάντων, τα καταφέραμε. Ζήτησα βοήθεια από φίλους, από γνωστούς, από αλληλέγγυους, έτρεχαν όλοι να βρουν αυτό που τους ζητούσα, γιατί κάθε μέρα προέκυπτε και κάτι καινούργιο. Μέσα σε όλη αυτή την προσπάθεια είχα σύμμαχο τη διοίκηση της φυλακής. Δεν ήταν εχθρικοί, δεν μου δημιούργησαν προβλήματα. Μάλιστα, μου διέθεσαν και το συνεργείο.
Ουσιαστικά, έχουμε κάνει μια καλωδιακή τηλεόραση. Κι αυτό είναι ασφαλές γιατί δεν μπορεί κανείς που είναι έξω από τη φυλακή να πάρει το σήμα, όσο κοντά κι αν είναι, όσο καλά μηχανήματα και να έχει. Έτσι προστατεύονται τα πνευματικά δικαιώματα και τα προσωπικά δεδομένα.
Παρασκευή μεσημέρι δώσαμε πια σήμα μέσα, γιατί μέχρι τότε είχαμε σήμα από το λάπτοπ, που έφευγε και πήγαινε στη δική μας τηλεόραση. Τώρα πηγαίνει σε όλες τις τηλεοράσεις. Φτιάξαμε ένα βιντεάκι, κάτι με μαθηματικά, το οποίο έπαιζε όλο το Σαββατοκύριακο. Τελείωνε και ξανάρχιζε, ώστε τα παιδιά να συντονίσουν τις τηλεοράσεις τους.
Κάποιος που ανοίγει το κανάλι μπορεί να πετύχει το μάθημα στη μέση, αλλά στην επανάληψη μπορεί να δει αυτά που έχασε. Δεν παίζει μία φορά και τέρμα. Το βλέπουν όλοι. Ακούνε τα αγγλικά που τους λέει η Σοφία, τη λογοτεχνία που κάνει η Αλεξάνδρα, τα μαθηματικά που κάνω εγώ. Είναι μια διαφορετική αίσθηση αυτό».
Το «Προσπαθώντας TV» είναι κάτι παραπάνω από ένα προσωρινό εγχείρημα. Μάλιστα, ο κ. Δαμιανός θεωρεί ότι ο κορωνοϊός ήταν απλώς η αφορμή για τη δημιουργία του. Στόχος είναι να αποτελέσει ένα εργαλείο, τόσο εκπαιδευτικό όσο και πολιτιστικό, που θα εξελίσσεται συνεχώς και θα δίνει τη δυνατότητα στα παιδιά να γνωρίσουν πολλά καινούργια πράγματα.
«Το γεγονός ότι υπάρχουν παιδιά που έρχονται τον Σεπτέμβριο σκυθρωπά και κατσουφιασμένα και τον Μάιο φεύγουν με φωτεινό πρόσωπο μου γεμίζει τις μπαταρίες» λέει όταν τον ρωτάω πώς νιώθει στο τέλος κάθε μέρας.
«Όχι μόνο τις δικές μου μπαταρίες αλλά και των συναδέλφων μου, που είναι κι αυτοί δοσμένοι και έχουν έναν πραγματικά πολύ εμπνευσμένο σύλλογο, που κάνει αυτό που πρέπει. Δίνουν κομμάτι από την ψυχή τους γι’ αυτά τα παιδιά. Μια μέρα, πήρα στο Messenger ένα μήνυμα που έλεγε “Κύριε Πέτρο, είμαι ο τάδε, δεν ξέρω αν με θυμάστε. Κάποια μέρα, όταν ήμουν στον Αυλώνα, κάνατε κάτι και μου σώσατε την πορεία, μπόρεσα να δώσω Πανελλήνιες. Δεν θυμάμαι να σας έχω ευχαριστήσει ποτέ γι’ αυτό. Ε, λοιπόν, σας ευχαριστώ τώρα».
Συνέντευξη από LiFO