Στο βιβλίο «Οι αναμνήσεις ενός κοριτσιού» η κόρη του Μίκη, Μαργαρίτα Θεοδωράκη αφηγείται μέσα από παλιές φωτογραφίες τη ζωή της δίπλα στον σπουδαίο πατέρα της αλλά και τις στιγμές απελπισίας που βίωσε
Περνάτε τις περισσότερες μέρες της ζωής σας στο Βραχάτι. Είναι καλύτερα τώρα, την περίοδο της καραντίνας;
Βέβαια, βρίσκομαι κοντά στη φύση. Η αλήθεια είναι ότι είμαι κυρίως μέσα στο σπίτι ή στον κήπο, οπότε δεν καταλαβαίνω και πολλά πράγματα. Σαφώς είναι πιο χαλαρά, με την έννοια ότι μπορείς να πας μια βόλτα στην παραλία.
Πώς σας αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι εκεί;
Δεν βλέπω κανέναν, έχω τα σκυλιά και τα γατιά. Δεν πάω ποτέ πουθενά εδώ και δεκαετίες. Οταν ζούσα στην Αθήνα θα πήγαινα ή σινεμά ή θέατρο. Εμένα ο κορωνοϊός δεν με έχει αγγίξει, δεν έχει αλλάξει πολύ η ζωή μου.
Βρήκατε χρόνο να ολοκληρώσετε και το βιβλίο σας «Αναμνήσεις ενός κοριτσιού» (Εκδόσεις Ιανός). Πώς πήρατε την απόφαση να το γράψετε;
Αφορμή στάθηκε μια φωτογραφία την οποία έχω συμπεριλάβει στο βιβλίο – στη Μόσχα, όταν φτάσαμε τον Αύγουστο του 1970. Τότε απελευθερώθηκε ο πατέρας μου, το σκάσαμε και πήγαμε στο Παρίσι. Δέχτηκε επίσημη πρόσκληση, πήγαμε και βγάλαμε αυτή την υπέροχη φωτογραφία στην Κόκκινη Πλατεία μπροστά στο Κρεμλίνο. Βλέποντας λοιπόν άρχισα να γράφω και μετά επεκτάθηκα προς τη Μικρασία. Είμαστε Μικρασιάτες, όπως γνωρίζεις, στην καταγωγή. Είδα μια δεύτερη φωτογραφία η οποία ήταν τραβηγμένη στη Ζάτουνα, στον τόπο εξορίας του πατέρα μου. Επειτα ήρθαν κι άλλες και άρχισε να μεγαλώνει, να προσθέτω δηλαδή κείμενα.
Οι αναμνήσεις σας δηλαδή πυροδότησαν την επιθυμία σας.
Ναι, έτσι ακριβώς. Και ξεκίνησε ως εξής. Πέρυσι ή πρόπερσι, το 2019, είδε αυτά τα κείμενα ο Μιχάλης Αλεξάκης, ηχολήπτης της ορχήστρας «Μίκης Θεοδωράκης», και δίνει την ιδέα να το κάνουμε παράσταση. Ετσι φτιάξαμε ένα μικρό σχήμα – τρίο – με πιάνο, κιθάρα και κρουστά, ο γιος μου ο Στέφανος και τραγουδούσε ο Παναγιώτης Πετράκης. Εγώ διάβαζα και προβάλλαμε παλιές φωτογραφίες. Σε μία από τις παραστάσεις ήρθε ο Νίκος Καρατζάς, από τον Ιανό. Ακουσε το καλοκαίρι του 2019 και μου πρότεινε να το κάνω βιβλίο. Ετσι άρχισα να τα συλλέγω μαζί με κάποια ποιήματα που είχα γράψει παλαιότερα.
Παρ’ όλα αυτά η αφήγησή σας ξεφεύγει από τις σημειώσεις που θα μπορούσαν να συνοδεύουν τις φωτογραφίες και ξεκινά σοκαριστικά, με την απόπειρα αυτοκτονίας που κάνατε το 2013.
Το πρώτο ποίημά μου το έγραψα το 2013 όταν ήμουν στη Μάνη την περίοδο που μαζεύουν τις ελιές, τον Νοέμβριο. Ημουν σε ένα ξενοδοχείο και κάναμε εξορμήσεις. Εκείνη την περίοδο διάβαζα Εμιλι Ντίκινσον. Κάποια ποιήματά της με επηρέασαν τόσο πολύ και σκέφτηκα να πάρω τον τίτλο και την έννοια και να γράψω ένα δικό μου. Ετσι έγραψα 40 ποιήματα από τα οποία τα 5-6 τα συμπεριλαμβάνω στο βιβλίο. Δεν ξέρω πώς γράφουν ποιήματα, αλλά εκείνη την εποχή με ενέπνευσε αυτό που διάβαζα.
Τι σας άγγιξε σε αυτά που διαβάζετε;
Ταυτίστηκα. Εχει μία τεράστια μοναξιά, είναι τελείως αποκλεισμένη, έχει πολλή αγάπη, πολύ έρωτα, πολύ πάθος. Ηταν μια γυναίκα κλεισμένη μέσα σ’ ένα δωμάτιο και το πάθος της για τη ζωή, για τον άντρα, για τον έρωτα κυριαρχούσε. Ταιριάζει πολύ στις γυναίκες η Εμιλι Ντίκινσον.
Αυτά τα στοιχεία της απομόνωσης, της μοναξιάς, διαπνέουν και τη δική σας ζωή…
Είναι σαφές ότι δεν θέλω ούτε να μοιάσω ούτε να συγκριθώ με την Εμιλι Ντίκινσον. Αλλά πρέπει να σου πω ότι απολαμβάνω τη μοναξιά μου. Από τότε που χώρισα με τον άντρα μου, τον πατέρα των παιδιών μου, αλλά και μετά από δυο-τρεις άλλες σχέσεις που είχα, δεν θέλω να ξαναζήσω τίποτα. Οπως έλεγε κάποτε και η Λιάνη-Παπανδρέου, έκλεισα ως γυναίκα (γελάει δυνατά). Είμαι τελείως ασέξουαλ. Δεν νιώθω τίποτα πια από έρωτα, δεν ξέρω τι σημαίνει έρωτας. Και σκέψου ότι ήμουν ένα άτομο που ερωτευόταν πολύ. Αυτή η επιθυμία έχει κοπεί και είμαι πολύ ευτυχισμένη. Υπάρχει όμως πολλή αγάπη από τον μπαμπά μου, τη μαμά μου, τον αδερφό μου, τα παιδιά μου.
Εχετε διοχετεύσει την ενέργεια και τα συναισθήματά σας στα πρόσωπα αυτά.
Και στα ζώα, στα σκυλιά μου και τα γατιά μου. Μ’ αρέσει ο χρόνος που έχω για τον εαυτό μου. Εγώ είμαι του «πολύ». Εχω κάνει τέσσερα παιδιά με τον Παπαγγελίδη, τον Μίκη, που είναι 35 ετών, τον Αγγελο, 33, τον Στέφανο, 32 και τον Αλέξανδρο που είναι 30. Δεν έχουμε παντρευτεί γιατί θεωρούσα πάντα περιττό τον γάμο. Ζούσαμε έχοντας γύρω μας πολλούς φίλους. Σ’ αυτό το σπίτι που βρισκόμαστε τώρα, ήταν γεμάτο πάντα από κόσμο.
Πήρατε αγάπη.
Πολύ, ιδιαίτερα από τους γονείς μου. Το πάθος αυτό είναι πολύ δυνατό. Είμαι και με τους δύο πολύ δεμένη. Είναι μαζί από το 1943, 77 ολόκληρα χρόνια. Τώρα είναι και οι δύο κατάκοιτοι, δεν μπορεί να ακούσει ο ένας τον άλλον και φωνάζουν.
Με τόσο ευτυχισμένη ζωή, όπως μου περιγράφετε, πώς βρήκε χώρο το σκοτάδι;
Θα επιστρέψω για να απαντήσω σε αυτό που με ρώτησες. Θέλησα να ξεκινήσω από το παρόν, από αυτό που είμαι εγώ, να πάω πίσω και να ολοκληρώσω το βιβλίο πάλι με το παρόν. Το κείμενο με το οποίο αρχίζει το βιβλίο το έγραψα όταν γλίτωσα από το ψυχιατρείο. Δεν υπήρχε ψυχική ασθένεια, υπήρχε μία καταγγελία ότι εγώ δεν είμαι καλά. Φοβηθήκανε όταν έκανα την απόπειρα αυτοκτονίας και έδωσε εντολή ο μπαμπάς μου – γιατί δεν γινόταν αλλιώς – να παρέμβει ο εισαγγελέας για να με πάνε μέσα. Οι αυτοκτονίες ήταν πάντα μέσα στη ζωή μου. Εχω αποπειραθεί 30 φορές να βάλω τέλος στη ζωή μου.
Πώς αντιδρούσε ο πατέρας σας στις απόπειρες;
Υπέφερε. Οταν το πρωτοδιάβασε – τώρα το διαβάζει για πέμπτη φορά – μου λέει: «Ξέρεις τι με συγκλόνισε; Οι αυτοκτονίες. Δεν αντέχω. Υπέφερα και υποφέρω». Ε, πατέρας είναι.
Θεωρείτε ότι φέρει ευθύνη;
Οχι! Ενας ενήλικας κουβαλάει μόνος του τον σταυρό του. Είναι δεδομένο από την επιστήμη ότι όποιος αποπειράται να δώσει τέλος στη ζωή του το κάνει για να ζητήσει βοήθεια, να αποσπάσει την προσοχή. Αλλά πρέπει να σου πω ότι δεν ήταν παιχνίδι, ήξερα ότι θα πεθάνω. Οταν έπεσα στο πηγάδι, για παράδειγμα, 9 μέτρων τον ένιωσα τον θάνατο. Είχα πολύ μεγάλη τύχη. Ενας Αλβανός με έσωσε που κλάδευε. Οταν σταματούσε το μοτέρ ούρλιαζα κι έτσι γλίτωσα.
Γιατί θέλατε να πεθάνετε;
Την πρώτη απόπειρα την έκανα στην εφηβεία. Είχα μανία να κόβω πολύ βαθιά τα χέρια μου. Γυρίζω συχνά πίσω και πραγματικά νιώθω πόσο όμορφα περνούσαμε ακόμη και όταν οι συνθήκες ήταν δύσκολες, όπως εκείνες όταν ήμασταν στη Ζάτουνα (ένας από τους τόπους εξορίας του Μίκη). Ημασταν δίπλα σε έναν πατέρα που έκανε φυλακή και βασανιζόταν. Ημασταν όμως πάντα ασφαλείς κοντά στους γονείς μας και παίρναμε πολλή αγάπη. Παράλληλα όμως η προσωπικότητά μου είχε μια άλλη πλευρά: Ημουν ένα άτομο μοναχικό και απαισιόδοξο. Εχω αυτά τα δύο άκρα. Ηθελα να είμαι δυνατή, να απολαμβάνω τη ζωή. Εκανα πάρτι, παιδιά, έζησα έντονα, και από την άλλη υπάρχει μέσα μου η απαισιοδοξία που με παρέσυρε και που δεν σταματάει ποτέ. Ακόμη και τώρα, γιατί δεν είναι ωραία αυτά που συμβαίνουν και αυτά που ζούμε.
Αυτό το σκοτάδι που κυριαρχεί στη ζωή σας συνδέεται με το γεγονός ότι ζούσατε στη σκιά του πατέρα;
Μέσα στα ποιήματά μου το λέω: Ζούσα δίπλα σε έναν άνθρωπο που απολάμβανε την απόλυτη δόξα και όταν είσαι παιδί νομίζεις ότι αυτή η δόξα είναι και για σένα. Αυτό μεγαλώνοντας μπορεί να σε διαλύσει. Τα παιδιά των διασήμων είναι πολύ δύσκολο να ακολουθήσουν το ίδιο επάγγελμα με τους γονείς τους. Θα φάνε τα μούτρα τους. Είναι πολύ τραυματικό.
Επιχειρήσατε ποτέ να ακολουθήσετε την πορεία του πατέρα σας;
Οταν ήμουν παιδί έκανα πιάνο και κιθάρα. Δεν είχα ποτέ την τάση να είμαι καλλιτέχνης, μουσικός. Ηθελα να γίνω ιστορικός αρχαιολόγος, και αυτές τις σπουδές έχω κάνει στο Παρίσι. Επειτα όμως άρχισα να δουλεύω δίπλα στον μπαμπά μου. Είχαμε ένα στούντιο ηχογραφήσεων και άρχισα να διοργανώνω συναυλίες. Τσακωνόμασταν στο παρελθόν πολύ. Είναι πολύ σκληρός και απαιτητικός ο Μίκης. Μετά το 2010 είχαμε μεγάλες αντιθέσεις και τρωγόμασταν σαν τα σκυλιά. Ηταν πολύ άσχημη περίοδος μέχρι το 2015.
Τι σας συμφιλίωσε;
Κατ’ αρχάς να σου πω τι συμβαίνει στον χώρο. Αυτά που ακούγονται για μένα είναι πολλά. Οτι είμαι ένα τέρας και υπήρχαν πάντα πολλοί καλοθελητές που τον επηρέαζαν. Εκαναν πολύ κακό στη σχέση μας.
Δεν έχετε ευθύνη σε αυτό; Η τελευταία σας δήλωση «δεν έχω να φάω», για παράδειγμα, προκάλεσε αντιδράσεις.
Τον επηρέασαν ξανά εναντίον μου, τον έκαναν να ντρέπεται. Αλλά όταν έγραψα κάτι για να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, με πήρε τηλέφωνο και μου είπε «είμαστε μια οικογένεια, μια γροθιά». Εβαλα τη φωτογραφία με τη λεζάντα «πεινάω» τελείως αθώα στο Facebook. Είχα ξεχάσει ότι είμαι η κόρη του Θεοδωράκη. Πειράχτηκαν οι φίλοι του. Αλλά είναι ντροπή να μην έχω λεφτά; Να σημειωθεί ότι – λόγω της γνωστής κατάστασης στον χώρο των πνευματικών δικαιωμάτων – ο πατέρας μου έχει να εισπράξει από το 2016. Τα χρήματα που πήρε φέτος από την ΕΔΕΜ είναι 3.500 ευρώ. Κάνω την αυτοκριτική μου και ναι, παραδέχομαι ότι ήταν λάθος μου. Από την άλλη, όμως, με βοήθησε ο κόσμος. Το ρεύμα μού το πλήρωσε η κυρία Βαρδινογιάννη, η οποία με βοήθησε πολύ. Μια εταιρεία επίσης, η Picovit, θα μου στέλνει εφ’ όρου ζωής τροφές για τα ζώα.
Ο Μίκης είναι σύμβολο. Δεν θα έπρεπε να είστε λίγο πιο προσεκτική;
Και τι σημαίνει αυτό; Το σύμβολο είναι άνθρωπος. Είναι ντροπή να πούμε ότι το σύμβολο είναι σε οικονομική δυσχέρεια;