Σε θυμήθηκα πάλι. Όχι ότι σε ξέχασα ποτέ. Σημάδι ανεξίτηλο η παρουσία σου στην ζωή μου. Πέρναγες, άφηνες στο σημάδι σου, χάραζες τις στιγμές κι έφευγες.
Κι η ζωή συνεχιζότανε. Αλλού εσύ, αλλού εγώ, και κάπου ενδιάμεσα εμείς. Η επιλογή δική σου, η παρουσία δική μου.
Η απουσία δική σου, η αναμονή δική μου.
Όχι, δεν υποσχέθηκες. Ούτε είπες λόγια, ούτε έδωσες ποτέ ραντεβού για αργότερα.
Μόνο που την τελευταία φορά, πίστεψα πως θα έμενες. Κάτι είχε αλλάξει. Κάτι είχε διαφορετικό το βλέμμα σου. Σαν να ήθελες πια να μείνεις. Σαν να ήθελες να μην φύγεις άλλο.
Δυο-τρεις μέρες, γεμάτες με εσένα. Άρχισες πάλι να πειράζεις τα πράγματα στην κουζίνα μου. Να τα βάζεις στις θέσεις που ήθελες, να τους αλλάζεις σειρά. Άλλαξες και τη σειρά στα κανάλια. Πρώτα το Fox, μετά όλα τα άλλα. Το σπίτι άρχισε να έχει πάλι την μυρωδιά σου, μου έκοψες και το τσιγάρο.
Μέχρι εκείνο το απόγευμα. Δεν μπορώ να σου περιγράψω τι ήταν. Μια ανεπαίσθητη σκιά στο βλέμμα σου. Μια ανάσα διαφορετική. Πνιγόσουν. Πάλι. Ήξερα. Πάλι.
Σε είδα στο δρόμο, όχι τυχαία. Και ξέρω πως με είδες κι εσύ.
Κατάλαβα, αυτό που δεν χρειάστηκε να μου πεις.
Ήσουν καλά. Ήσουν αλλού.
Αλήθεια, το ξέρει, πως σε εμένα θα γυρίσεις πάλι;
Μέχρι το timing να είναι το κατάλληλο, και να μην χρειαστεί να ξαναφύγεις;
Κείμενο:Δημήτρης Ξυλούρης