Η ΕΜΥ το είπε καθαρά: Αλλάζει ο καιρός, θα βάλει κρύο και θα βρέχει στα περισσότερα μέρη της χώρας. Εάν είσαι και millennial και πάνω (μεταξύ μας μιλάμε), ξέρουμε και οι δυο ότι δεν θα το κουνήσεις ρούπι από το σπίτι σου. Γι αυτό σου έχω τρεις προτάσεις με βιβλία να αράξεις καναπέ και να διαβάσεις.
Έχουμε και λέμε:
Συγγραφέας: Κωστής Παπαγιώργης
Τίτλος: Τα βιβλία των άλλων II – Έλληνες στοχαστές
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Σελ.: 312
Ο τρόπος με τον οποίο κάποιος γραφιάς, κατά τεκμήριο προικισμένος, αφήνει «έργο» στον τόπο μας παραμένει δυσεπίλυτο αίνιγμα και συνεπάγεται σχεδόν πάντα εξωτισμούς και δραματικές ποινές σε βάρος του εγώ του. Δεν διαθέτουμε ισχυρό θεσμικό πλαίσιο που να επικουρεί τα άτομα, κατά συνέπεια ο καθένας γίνεται εφευρέτης του εαυτού του με διαμφισβητούμενη πάντα την πατέντα.
Ο δεύτερος τόμος της σειράς Τα βιβλία των άλλων συγκεντρώνει πρώιμα και ύστερα δοκίμια ή κριτικά σημειώματα του Κωστή Παπαγιώργη για σημαντικούς Έλληνες στοχαστές που «εφηύραν τον εαυτό τους» εντός και εκτός Ελλάδoς – ανάμεσά τους o Ζήσιμος Λορεντζάτος, ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Παναγιώτης Κονδύλης, ο Κώστας Αξελός, ο Χρήστος Γιανναράς, ο Στέλιος Ράμφος. Με μια σπάνια θυμική εμπλοκή, ο Παπαγιώργης συζητά κομβικά έργα της σύγχρονης σκέψης –όπως Το χαμένο κέντρο, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, Το Πρόσωπο και ο Έρως ή Η κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη–, δίνοντας παράλληλα τη δική του απάντηση στα κρίσιμα πνευματικά ερωτήματα που τα εξέθρεψαν.
Συγγραφέας: Βαγγέλης Γιαννίσης
Τίτλος: Μακγκάφιν
Εκδόσεις: Διόπτρα
Σελ.: 320
Το πάλαι ποτέ πετράδι στο στέμμα της Felekis Lines, το πλοίο Αφροδίτη, ετοιμάζεται για το τελευταίο του ταξίδι στο Αιγαίο, προτού μετατραπεί σε παλιοσίδερα. Οι παλιές καλές εποχές έχουν περάσει ανεπιστρεπτί και ο καταχρεωμένος πλοιοκτήτης Μάρκος Φελέκης έχει μονάχα μία επιθυμία: να συνοδέψει το αγαπημένο του καράβι στο στερνό του ταξίδι. Και, ίσως, αν αποδειχθεί τυχερός, να αλλάξει τη μοίρα του.
Στο λιμάνι του Πειραιά, μία τετραμελής οικογένεια επιβιβάζεται στο καράβι: ο πατέρας Ακίνδυνος, η μητέρα Νανά, η έφηβη κόρη Μικαέλα και η γιαγιά Βαρβάρα. Όλοι έχουν τα μυστικά τους — και κάποια από αυτά μπορεί να αποδειχθούν θανάσιμα, επειδή, δίχως να το ξέρουν, τα μέλη της οικογένειας έχουν από έναν τεράστιο στόχο πάνω στα κεφάλια τους.
Ένας επαγγελματίας δολοφόνος, που θέλει να φέρει εις πέρας την αποστολή του για να σώσει το αγαπημένο του ζώο, ένα τανούκι από τον ζωολογικό κήπο της Σαϊτάμα.
Ένα ζευγάρι πληρωμένων δολοφόνων, που θα πρέπει να αποφασίσουν εάν ο γάμος τους μπορεί να σωθεί ή αν θα ακολουθήσουν χωριστούς δρόμους αφού αποβιβαστούν από το πλοίο.
Μία πληγωμένη γυναίκα που ζητά εκδίκηση από το άτομο που κατέστρεψε τη ζωή της.
Ένας stalker αποφασισμένος να πείσει την πρώην του να του δώσει άλλη μία ευκαιρία — με κάθε τρόπο.
Ποιος θα παραμείνει ζωντανός όταν το Express Αφροδίτη ολοκληρώσει το ταξίδι του;
Και στο επίκεντρο όλων, ένα μυστηριώδες αντικείμενο που κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς είναι, αλλά όλοι το αναζητούν — ένα Μακγκάφιν.
Μακγκάφιν [MacGuffin]: ένα προσχηματικό στοιχείο πάνω στο οποίο στήνεται η πλοκή. Ορισμένες φορές το Μακγκάφιν μπορεί να είναι θολό, απροσδιόριστο, να περιγράφεται σε αδρές γραμμές και να παραμένει ανοιχτό σε κάθε ερμηνεία.
Συγγραφέας: Διονύσης Μαρίνος
Τίτλος: Σαν Νορμάλ
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελ.: 296
Μια επινοημένη πόλη κάπου στον χάρτη. Θα μπορούσε να λέγεται και Twin Peaks, καθώς πολλά παράξενα πράγματα συμβαίνουν στους ήρωες (κυρίως άντρες) που κυκλοφορούν στους δρόμους της.
Πρόκειται για σπονδυλωτό μυθιστόρημα όπου άνθρωποι χάνονται στη θάλασσα μέσα στο σπίτι τους. Παράξενα ζώα που ζηλεύουν παθολογικά σαν να ήταν ερωτικοί σύντροφοι. Άντρες που παίζουν πιάνο χωρίς να ακουμπούν καν τα πλήκτρα. Ο συγγραφέας που βλέπει να γράφεται το βιβλίο του από κάποιον ήρωά του, αφού πρώτα συναντήσει την πανέμορφη ηρωίδα του στον δρόμο. Ένα παράξενα γοητευτικό μυθιστόρημα.
Συνέχισα να απομακρύνομαι. Συνέχισε να μικραίνει το περίγραμμα του φίλου του, να θαμπώνει. Ώσπου στο τέλος έγινε μια κουκκίδα, τόσο μακρινός μου φαινόταν ή τόσο μακρινός μπορεί να του φαινόμουν εγώ εκεί που είχα μεταφερθεί και πια δεν μπορούσε να με διακρίνει. Τότε και μόνο τότε κατάλαβα για πρώτη φορά πως ήμουν πάνω στο αφρισμένο νερό της θάλασσας που χόρευε για χάρη μου μόνο κι άρχισα να γελάω, να γελάω δυνατά, να γελάω δίχως λόγο. Έως τη στιγμή που το πρόσωπό μου έσβησε από το πρόσωπό μου, ξεκόλλησε από πάνω μου και πέταξε μακριά στο τέρμα του ορίζοντα, σαν εξωτικό πουλί φτεροκοπώντας ελεύθερο.