Αν με ρωτήσεις πότε και πώς σε γνώρισα μπορεί και να μην θυμάμαι να σου πω. Θυμάμαι όμως πως χαμογέλασα αμέσως και συνέχισα να χαμογελάω κάθε φορά που τυχαία πέφταμε ο ένας πάνω στον άλλο.
Μέχρι που αποφασίσαμε να μην είμαστε πια δυο ξένοι που τυχαία συναντιούνται. Εμείς οι δυο, χωρίς όρια, χωρίς αναστολές, χωρίς αντιστάσεις.
Σε δέχτηκα όπως ήσουν. Με όλα εκείνα τα σκοτάδια σου, με όλα εκείνα τα παράξενα σου. Σε δέχτηκα, σε ερωτεύτηκα, σε επιθύμησα, σε πόθησα!
Άγγιξα τις ευαισθησίες σου, άγγιξα τις πληγές σου. Στις χάιδευα τρυφερά, μέχρι να μου πεις πως δεν πονάνε πια.
Μέχρι εκείνο το βράδυ που στάθηκες απέναντί μου, με το βλέμμα κενό και τα χείλη σφιγμένα.
Πόσο ξένα έμοιαζαν αυτά τα χείλη στο πρόσωπό σου.
Εγώ αυτά τα χείλη τα φίλάγα, τα άγγιζα, τα χάιδευα, τα δάγκωνα.
Μέχρι εκείνο το βράδυ που στάθηκες απέναντί μου και μου είπες κοιτώντας με στα μάτια πως δεν νιώθεις τίποτα πια.
Σε κοίταγα κι αναρωτιόμουν πού ήταν το γλυκό κορίτσι μου. Πού ήταν εκείνο το πλάσμα που κράταγα στα χέρια μου.
Πού ήταν το κορίτσι που γέλαγε και φώτιζε ο κόσμος όλος;
Με κοίταγες και τα μάτια σου ήταν σκληρά. Μου μίλαγες για το τέλος κι εγώ ένιωθα να βλέπω ταινία τη ζωή κάποιου άλλου.
Πέρασαν χρόνια για να ξανακάτσουμε ο ένας απέναντι από τον άλλο. Έτσι τυχαία όπως τότε που πρωτογνωριστήκαμε.
Δυο ξένοι τότε, δυο ξένοι σήμερα.
Δυο ξένοι με αναμνήσεις δυνατές, με στιγμές ανεξίτηλες και ερωτήματα αναπάντητα.
Μου είπες πως μπορείς να μου εξηγήσεις.
Σου είπα πως δεν χρειάζεται. Κατάφερα με τον καιρό και κατάλαβα πως όση αγάπη και να δώσεις σε κάποιον που δεν ξέρει να αγαπιέται, όση φροντίδα και να δώσεις σε κάποιον που δεν ξέρει να αγγίξει τις πληγές του με αγάπη, δεν θα μπορέσει ποτέ να αφεθεί. Δεν θα μπορέσει ποτέ να νιώσει πραγματικά.
Εσύ κι εγώ, δυο ξένοι, που δεν έχει μείνει τι άλλο να πουν.
Εμείς οι δυο.
Κείμενο: Άρης Γρηγοριάδης- loveletters