Η Σοφία Βεργκάρα σε ρόλο που δεν τη έχουμε συνηθίσει υποδύεται τη «νονά της κοκαΐνης», την Κολομβιανή Γκριζέλντα Μπλάνκο, γνωστή και ως «Μαύρη χήρα» ή «Αφεντικό». Don’t get me wrong, η Βεργκάρα πέρασε πετυχημένα το vibe της μαφιόζας, της αδίστακτης και χειριστικής κακοποιού όμως όλη η σειρά θύμιζε σχολικό σκετσάκι ακριβής παραγωγής.
Η Σοφία Βεργκάρα απέδειξε πως μπορεί να παίζει έναν ρόλο ανάλαφρο που προσφέρει γέλιο και ταυτόχρονα και ταυτόχρονα να υποδυθεί την μόνη γυναίκα που – όπως λέγεται – φοβόταν κι ο ίδιος ο Εσκομπάρ «Ο μόνος άντρας που φοβόμουν ποτέ ήταν μια γυναίκα που λεγόταν Γκριζέλντα Μπλάνκο».
Η σειρά είναι ένα από τα δυνατά χαρτιά του Netflix καθώς εκτός του ότι πρωταγωνίστρια και παραγωγός είναι η Βεργκάρα, συντελεστές είναι οι δημιουργοί του Narcos. Αντίθετα με παρόμοιες πιο σκληρές τηλεοπτικές παραγωγές που παρακολουθήσαμε στο παρελθόν, όπως τα «Breaking Bad», τα «Narcos» και «El Chapo», το «Griselda», δείχνει πιο ανθρώπινες σκηνές που εξευγενίζουν μια από τις πιο σκληρές εμπόρους ναρκωτικών. Η σκηνοθεσία της σειράς είναι προσεγμένη, όμως οι διάλογοι μοιάζουν σαν να είναι φτιαγμένοι για να καταγγείλουν τον μισογυνισμό εκείνης της εποχής που προσωπικά μου φαίνεται αστείο να κουνάμε το δάκτυλο για τον μισογυνισμό το ‘70 ανάμεσα σε εμπόρους ναρκωτικών – just saying.
Φυσικά, στη σειρά των 6 επεισοδίων έχουμε και το girl power μήνυμα «κορίτσια ενωμένα ποτέ νικημένα» που είναι εξίσου κάπως επιτηδευμένο.
Ποια ήταν;
Η Γκρισέλντα Μπλάνκο Ρεστρέπο γεννήθηκε στην Καρθαγένη στη βόρεια ακτή της χώρας. Αυτή και η μητέρα της, Αννα Μπλάνκο, μετακόμισαν στο Μεντεγίν όταν ήταν τριών ετών. Όταν έφτασε εκεί, υιοθέτησε έναν εγκληματικό τρόπο ζωής.
Η Γκρισέλντα Μπλάνκο ήταν εξέχουσα φιγούρα στο εμπόριο ναρκωτικών από την Κολομβία μέχρι το Μαϊάμι, τη Νέα Υόρκη και την Καλιφόρνια.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, μετανάστευσε παράνομα στις Ηνωμένες Πολιτείες με πλαστά διαβατήρια και εγκαταστάθηκε στο Κουίνς της Νέας Υόρκης. Εκεί, ίδρυσε μια μεγάλη επιχείρηση κοκαΐνης και τον Απρίλιο του 1975 κατηγορήθηκε για οργάνωση και εμπορία ναρκωτικών μαζί με 30 υφισταμένους της. Κατέφυγε στην Κολομβία πριν προλάβει να συλληφθεί, αλλά επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες και εγκαταστάθηκε στο Μαϊάμι στα τέλη της δεκαετίας του 1980.
Η Μπλάνκο συμμετείχε στη βία που σχετίζεται με τα ναρκωτικά, γνωστή ως Πόλεμος των Ναρκωτικών του Μαϊάμι ή Πόλεμος των Καουμπόι της Κοκαΐνης που μάστιζε το Μαϊάμι στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Αυτή ήταν μια περίοδος όπου η κοκαΐνη διακινούνταν περισσότερο από την κάνναβη. Στις 17 Φεβρουαρίου 1985, η Μπλάνκο συνελήφθη στο σπίτι της από την Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών (DEA) και κατηγορήθηκε για συνωμοσία για την παρασκευή, εισαγωγή και διανομή κοκαΐνης. Η υπόθεση οδηγήθηκε σε δίκη στο ομοσπονδιακό δικαστήριο της Νέας Υόρκης, όπου κρίθηκε ένοχη και καταδικάστηκε σε 15 χρόνια.
Το 2004 αφέθηκε ελεύθερη και απελάθηκε στο Μεντεγίν. 3ης Σεπτεμβρίου 2012, η Μπλάνκο αγόρασε κρέας αξίας 150 δολαρίων από ένα κρεοπωλείο στη γωνία της 29ης οδού στο Μεντεγίν. Έξω από το κατάστημα, δέχθηκε επίθεση και πυροβολήθηκε στον ώμο και στο κεφάλι από άγνωστο μοτοσικλετιστή και απεβίωσε σε ηλικία 69 ετών.